Με τους όρους «άγγελος» και «δαίμων» συνηθίζουμε ν᾽ αναφερόμαστε σε καλοπροαίρετες ή κακόβουλες αντίστοιχα, πνευματικές οντότητες, διάμεσους των βασιλείων γης και ουρανού.
Στην πολυπρόσωπη θρησκειολογία του ανθρώπου, γεφυρώνουν ποικιλοτρόπως τη λογική με το υπέρλογο, την πραγματικότητα που διαμορφώνεται από την ανθρώπινη αντίληψη, μ´ έναν κόσμο υπερβατικό όπου οι εγγενείς περιορισμοί αίρονται· ο εφήμερος άνθρωπος μετέχει ενεργά στο άχρονο γίγνεσθαι· η θεία βούληση κατατροπώνει τους νόμους του αιτιατού και η φαινομενικά μάταιη ζωή νοηματοδοτείται με τρόπο μοναδικό, επηρεάζοντας τις πράξεις των ανθρώπων που την ενστερνίζονται, αντιλαμβανόμενοι τη ζωή τους μέσα από αυτό το πρίσμα. Ιστορικά, στις πρώιμες και αρχαίες θρησκείες, όπως επίσης σε αυτές των πολιτισμών της ανατολής, δε φαίνεται να υπήρχε ο λεκτικός προσδιορισμός των πνευματικών οντοτήτων που απαντάται σ᾽ αυτές της δύσης, με συνέπεια να διακρίνονται σχεδόν αποκλειστικά από τις προθέσεις τους οι οποίες, αγαθές ή πονηρές, συνιστούσαν ενίοτε εκφάνσεις του ιδίου όντος.
Ο Ελληνικής καταγωγής όρος άγγελος, συνώνυμος του Εβραϊκού mal’akh, ερμηνεύεται ως αγγελιοφόρος [αυτός που φέρνει είδηση, αναγγελία ή διαταγή] προσδιορίζοντας ως εκ τούτου περισσότερο τη λειτουργία ή την κατάταξη των αγγέλων στην κοσμική ιεραρχία, παρά την ουσία ή τη φύση τους, η οποία διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στη λαϊκή ευλάβεια ειδικότερα των θρησκειών της δύσης. Έτσι, η σπουδαιότητά τους έγκειται πρωτίστως στην αποστολή και λιγότερο στην χροιά της ύπαρξής τους.
«Ἡ Π. Διαθήκη δέν ἀσχολεῖται μέ τό ζήτημα τῆς προελεύσεως καί τῆς φύσεως τῶν ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ, εἰμή διά τό ἔργον των. Ἀλλά, παρουσιάζουσα αὐτούς ὡς ἀγγελιαφόρους τοῦ Θεοῦ ἤ περιγράφουσα τούτους ὡς σχηματίζοντας τήν Αὐλήν καί τήν στρατιάν του, ἐπαναλαμβάνουσα ὅτι τόν ὑμνοῦν (Ψαλμ. κη´ [κθ´] 1,2, ρβ´ [ργ´] 20-21, ρμη´ 1-2, Ἰώβ λη´ 7), ὑπογραμμίζει τήν πλήρη ἐξάρτησιν καί ὑποτέλειάν των ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Παρά τό ὅτι ἀνήκουν εἰς τόν θεῖον κόσμον (ὅπερ δεικνύουν τά ὀνόματά των ὡς υἱῶν τοῦ Θεοῦ, υἱῶν τοῦ Ὑψίστου, ἁγίων), εἶναι ἀπείρως κατώτεροι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καί εἰς αὐτούς εὑρίσκει σφάλματα (Ἰώβ δ´ 18, ιε´ 15, Σοφ. Σειρ. μβ´ 17) νά διασαφηνίζη, ὅτι ὁ Θεός δίδει εἰς τά στρατεύματά του τήν δύναμιν, ἐπιτρέπων εἰς αὐτά νά ὑπάρχουν ἐνώπιόν του. Ἐξ ὅλων τούτων τῶν μαρτυριῶν προκύπτει, ὅτι, κατά τήν Π. Διαθήκην, οἱ ἄγγελοι εἶναι κτίσματα τοῦ Θεοῦ, παρ’ ὅλον ὅτι οὐδέν χωρίον βεβαιώνει τοῦτο ρητῶς, οὔτε διευκρινίζει πότε οὗτοι ἐκτίσθησαν. Ἐπί τοῦ τελευταίου σημείου τοῦ Ἰώβ λη´ 7 λέγει ἁπλῶς, ὅτι οἱ ἄγγελοι ὑπῆρχον πρό τῆς Γῆς»
Φυσική ή σύμφυτη, η ουσία τους προσδιορίζεται από την πηγαία σχέση της με τον Θεό ή το Υπέρτατο Όν. Εξαιτίας της σχετικής δυτικής εικονογραφίας ωστόσο, τους αποδόθηκαν ταυτότητες που συχνά υπερκερνούσαν τις λειτουργικές σχέσεις τους με τα θεία και τον εκτελεστικό ρόλο που είχαν για το βέβηλο κόσμο. Με άλλα λόγια η λαϊκή λατρεία τρεφόμενη από τις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις αγγέλων ταύτιζε τη φύση τους με αυτή των ημίθεων ή ακόμη και των θεών. Παρότι τέτοιες περιπτώσεις συνήθως δε κυρώνονται δογματικά ή θεολογικά, κάποιες αγγελικές φιγούρες όπως ο Μίθρας (Περσική θεότητα, η οποία δοξάσθηκε από τον Ζωροαστρισμό ως αγγελικός μεσολαβητής ουρανού και γης, κριτής και προστάτης του κτιστού κόσμου) έχαιραν λατρείας ημίθεων ή θεών από τη λαϊκή τους παράδοση.
Στην θρησκεία αυτή υπήρχε πίστη στους aməṣ̌ā spəṇtā [(αβεστική διάλεκτος) Αμέσα Σπέντα: αθάνατοι ευεργέτες], έξι θείες υπάρξεις ή αρχαγγέλους, τρία αρσενικά και τρία θηλυκά δημιουργήματα ή προσωπεία του Πάνσοφου Κτίστη ahura mazdā̊(Αχούρα Μάζντα) οι οποίοι τον βοηθούσαν στη διακυβέρνηση του κόσμου. Ως πρεσβευτές της δύναμής του, ενάντια στο Πνεύμα του Κακού angra mainyu [(Άγκρα Μαϊνίγιου) δίδυμο αδελφό του Θείου Πνεύματος spenta mainyu (Σπέντα Μαϊνίγιου)], απεικονίζονται να περιβάλλουν τον ahura mazdā̊ σε χρυσούς θρόνους και περιστοιχισμένοι από αγγέλους· αιώνιοι αρωγοί του καλού οι οποίοι λατρεύονταν ξεχωριστά και θρυλείται ότι κατέρχονταν από τα ουράνια για να επιβλέπουν τα μονοπάτια της φώτισης· τους είχαν αφιερωθεί μήνες του ἐτους, γιορτές, λουλούδια και στοιχεία ή δυνάμεις της φύσης τα οποία εξουσίαζαν. Με την ωρίμανση του Ζωροαστρισμού, αντιτάχθηκαν στους αντίστοιχους αρχιδαίμονες.
Από τους έξι, μακράν πιο ονομαστοί είναι οι aṣ̌āi vahištāi και vohū manaŋhā. Ο πρώτος (Asha Vahishta: Άσα Βαχίστα: Αλήθεια) αντιπροσωπεύει την έννομη τάξη που διέπει τις φυσικές λειτουργίες του κόσμου, κύριος της φωτιάς και ιερός για τους Ζωροάστρες, όπως η εσώτερη φύση της πραγματικότητας. Φανέρωνε στους πιστούς το μονοπάτι της δικαιοσύνης και της πνευματικής γνώσης. Ο δεύτερος (Vohu Manah: Βοχού Μάνα: Αγαθός Νούς) είναι το πνεύμα της θεϊκής Σοφίας, φώτισης κι αγάπης, προστάτης των κατοικιδίων. Οδήγησε την ψυχή του Ζωροάστρη (Ιρανού προφήτη) ενώπιον του ουράνιου θρόνου και καλωσόριζε αυτές των ευλογημένων θνητών στον Παράδεισο. Οι πιστοί καλούνταν να επιζητούν τη συντροφιά του στην επίγεια ζωή, αγαπώντας βαθιά συντρόφους και συνανθρώπους τους. Ακολουθούν οι: khshathra [(Ξαθρά: Κυριαρχία) κύριος των μετάλλων κι εκφραστής της ισχύος του ahura mazdā την οποία μπορεί να γνωρίσει ο πιστός καθοδηγούμενος από την Αλήθεια και τον Αγαθό Νού], armaiti [(Αραμαΐτι: Ευλάβεια) πνεύμα πίστης και αφοσίωσης, προστάτης των πιστών] haurvatāt [Χαουρβατάτ: Ακεραιότητα] και amərətāt [Αμερετάτ: Αθανασία]. Οι δύο τελευταίοι συχνά αναφέρονται μαζί ως αδελφοί· εξουσιάζουν φυτά και νερά, μπορούν δε, να συντροφεύουν τον πιστό ανταμοίβοντας τη λατρεία του προς τους υπολοίπους aməṣ̌ā spəṇtā. Τον 6ο αιώνα π.Χ, ο αρχάγγελος vohū manaŋhā, αποκάλυψε στον Ζωροάστρη τη φύση του αληθινού Θεού κι ένα είδος διαθήκης (κώδικα ηθικής) την οποία ο άνθρωπος μπορούσε να αποδεχθεί υπακούοντας ή να αρνηθεί με την απείθειά του.
Με παρόμοιο τρόπο, περί τα 1.200 χρόνια αργότερα, ο ομόλογός του, Γαβριήλ (Άνθρωπος του Θεού) φανέρωσε στον Άραβα προφήτη Μωάμεθ (5ος—6oς αιώνας μ.Χ) το Κοράνι (Qurʾān) και τον πραγματικό Θεό, Αλλάχ (Allāh) τη μοναδικότητά του, καθώς επίσης τις ηθικές και πολιτισμικές απαιτήσεις του Ισλάμ [(Islām) όρος που νοηματοδοτείται από την πλήρη υποταγή του πιστού στην θέληση του Allāh, μοναδικού Θεού δημιουργού και υποστηρικτή του κόσμου. Η θεϊκή βούληση στους όρους της οποίας ο άνθρωπος οφείλει να ενδώσει, αποπνέεται από τα ιερά κείμενα που απαρτίζουν το Κοράνι και είναι επίσης γνωστά ως Ισλαμικές Γραφές].
Περσική μινιατούρα με θέμα την αποκάλυψη του Γαβριήλ στον Μωάμεθ (1307)
Τα επίθετα που χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τον αγγελιοφόρο του Θεού, αρχάγγελο Γαβριήλ —πνεύμα αγιοσύνης και πίστης— είναι παρόμοια με αυτά που αποδόθηκαν στους αρχαγγέλους aməṣ̌ā spəṇtā του Ζωροαστρισμού και στην τρίτη υπόσταση του Θεού σύμφωνα με το Τριαδικό Δόγμα του Χριστιανισμού (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα). Σ᾽ αυτές τις μονοθεϊστικές θρησκείες (αν και ο Ζωροαστρισμός αργότερα έγινε δυαδική) όπως και στον Ιουδαϊσμό, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των αγγέλων αρθρώνονται πιο ξεκάθαρα από τα οντολογικά— εκτός από τις πολλές περιπτώσεις όπου λαϊκή λατρεία και παράδοση δεν διείσδυσαν στις πτυχές της δράσης τους. Η πίστη σε όντα διαμεσολαβητές ανάμεσα στον βέβηλο κόσμο και το ουράνιο βασίλειο, απαντάται σε ποικιλία θρησκειών συμπεριλαμβανομένων αυτών της πρώιμης ιστορίας του ανθρώπου, αλλά ουσιαστικά καλλιεργήθηκε από αυτές του δυτικού κόσμου.
Ο επίσης Ελληνικής καταγωγής όρος δαίμων, χρησιμοποιείται για την περιγραφή κατά βάση μοχθηρών και κακόβουλων υπερφυσικών όντων ή πνευμάτων, παρότι το αυθεντικό του νόημα αντικατρόπτριζε πνευματικές υποστάσεις ικανές να επηρεάζουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Η περίπτωση του αγαθοδαίμωνα, συνιστά παράδειγμα καλοπροαίρετης πνευματικής συντροφιάς που μπορούσε να επιζητήσει κάποιος, σύμφωνα με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Ο φιλόσοφος Σωκράτης δε, αναφερόταν στον δαίμονά του σαν σε πνεύμα που τον ενέπνεε ν᾽ αναζητά και να λέει την αλήθεια. Σταδιακά, ο όρος αποδόθηκε σε επουσιώδη πνεύματα του υπερφυσικού βασιλείου —τα οποία ασκούσαν πιέσεις στους ανθρώπους να πράττουν σε βάρος της ευημερίας τους— για να υπερισχύσουν τελικά τα χαρακτηριστικά του κακού, της μοχθηρίας, της δυστυχίας και της πονηριάς, σε βάρος της αρχικής ερμηνείας.
Για τις θρησκείες των πρωτόγονων λαών, οι πνευματικές οντότητες λογίζονταν άλλοτε κακόβουλες κι άλλοτε αγαθοεργές, αναλόγως των περιστάσεων που αντιμέτωπιζε κάποιο ανεξάρτητο άτομο ή ολόκληρη κοινότητα, γεγονός που υπαινίσσεται την μερική ταύτισή τους με την συνήθη κατάταξη των δαιμόνων μεταξύ των μοχθηρών υπάρξεων. Η θεώρηση κάποιου δαίμονα ως καλού ή κακού, ήταν δυνατό ν᾽αντιστραφεί με τη πάροδο του χρόνου, όπως συνέβει στις περιπτώσεις της αρχαίας ινδοϊρανικής θρησκείας —από την οποία εξελίχθηκε ο Ζωροαστρισμός— και του πρώιμου Ινδουισμού. Όπως αντικατοπτρίζεται στις Βέδες (Vedas, αρχαίοι ύμνοι των Αρίων) οι ντέβα (devas) στον Ινδουισμό θεωρούνταν θεοί, αλλά οι ομόλογοί τους νταίβα (daevas) στον Ζωροαστρισμό, κακόβουλες υπάρξεις. Οι αχούρα (ahuras) του Ζωροαστρισμού ήσαν Κύριοι του Καλού, αλλά οι αντίστοιχοι ασούρα(asuras) του Ινδουισμού είχαν μεταμορφωθεί σε Κυρίους του Κακού.
Κατά τον ίδιο περίπου τρόπο, ο Σατανάς, κατήγορος του ανθρώπου στην πρώτη Θεοδικία, όπως περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη και το βιβλίο του Ιώβ, έγινε βασικός αντίπαλος του Χριστού στον Χριστιανισμό και του ανθρώπου στον Ισλαμισμό. Αρκετές παρόμοιες μεταμορφώσεις φανερώνουν ότι οι ακριβείς διακρίσεις μεταξύ καλοκάγαθων αγγέλων και μοχθηρών δαιμόνων ενδέχεται να είναι υπερβολικά απλοϊκές, παρέχοντας ωστόσο συνολικές ενδείξεις για την λειτουργική δράση τέτοιων πνευματικών οντοτήτων.
Ντέβα, ονομασία του θεού στο Βεδικό πάνθεο. Για τον Ινδουισμό δήλωνε τη γενικότερη έννοια του θείου. Εδώ απεικονίζεται ο Indra, ηγέτης των κακόβουλων αυτών υπερφυσικών όντων για τα πρώτα βήματα του Ζωροαστρισμού.
Ο άνθρωπος ανέκαθεν ήταν πολύ ανήσυχος σχετικά με τα όρια —τι τον διακρίνει από άλλα έμβια όντα, τι κάνει την κοινωνία ή τον κόσμο του να διαφέρουν— και συνεπώς η κοσμοθεωρία του επηρέασε την κατανόηση της υπόστασης αγγέλων και δαιμόνων. Ο κόσμος μπορούσε να ειδωθεί μονιστικά, όπως στον Ινδουισμό, θεώρηση κατά την οποία το σύμπαν είναι εξ᾽ολοκλήρου ιερό ή συμμετέχει σε μια εννιαία θεϊκή αρχή (Βράχμαν ή παγκόσμιο Όν) και δυϊστικά, όπως στον Γνωστικισμό [απόκρυφο δισυπόστατο σύστημα πίστεως, το οποίο συχνά θεωρήθηκε χριστιανικό αιρετικό κίνημα και άνθησε στον Ελληνο-Ρωμαϊκό κόσμο τους δύο πρώτους αιώνες μ.Χ. Στο φιλοσοφικό του υπόβαθρο ο κόσμος διέπεται από δύο διακριτές και ανόμοιες αρχές (όπως είναι για παράδειγμα τα ζεύγη αισθητό-νοητό ή πνευματικό-υλικό)] κατά τον οποίο το υλικό μέρος του σύμπαντος εξουσιάζεται από τις δυνάμεις του κακού ενώ το βασίλειο του πνεύματος από αυτές του καλού.
Μια τρίτη οπτική συναντάμε στις μονοθεϊστικές θρησκείες του Ιουδαϊσμού, Ζωροαστρισμού, Χριστιανισμού και του Ισλάμ, εστιασμένη σ᾽ένα τριμερές σύμπαν (ουράνιο, επίγειο και υποχθόνιο). Η τελευταία άποψη επηρέασε τον άνθρωπο της δύσης, την αντίληψη περί αγγέλων και δαιμόνων καθώς επίσης τις επιστημονικές και μεταφυσικές αναζητήσεις του. Στην Βιβλική, Ελληνιστική (Ελληνο-Ρωμαϊκού πολιτισμού) και Ισλαμική σκέψη, το επί της γης βασίλειο ήταν ο προφανής κόσμος όπου ο άνθρωπος βίωνε περιορισμούς χώρου, χρόνου και αιτιατού· το θείο και πνευματικό ουράνιο βασίλειο, αποτελούσαν κατά κοινή αποδοχή, επτά ουρανοί ή σφαίρες, μέρη τα οποία εξουσίαζαν οι επτά, έως τότε, γνωστοί πλανήτες· το δε υποχθόνιο αναφερόταν στον χαοτικό χώρο που εξουσίαζαν οι σκοτεινές άυλες φύσεις. Στα υψηλότερα επίπεδα της της ουράνιας σφαίρας βρίσκονταν τα ιερότερα των ιερών ή ο υπέρτατος θεός, όπως για παράδειγμα, ο Γιαχβέ, θεός του Ιουδαϊσμού, του οποίου το όνομα ήταν τόσο ιερό που δεν επιτρεπόταν ούτε να προφέρεται, ο Βυθός, η άγνωστη αρχή πριν το ξεκίνημα του Γνωστικισμού, ο Ουράνιος Πατέρας της χριστιανοσύνης, γνωστός μέσω του Λόγου – Υιού Του και ο Αλλάχ, ύψιστος, μεγαλειώδης και παντοδύναμος Θεός του Ισλάμ.
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος [Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος, υπήρχεν ο Υιός και Λόγος του Θεού. Και ο Λόγος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν και πλησιέστατα προς αυτόν, και ο Λόγος ήτο Θεός απειροτέλειος, όπως ο Πατήρ και το Αγιον Πνεύμα]
Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας [Και ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος κατά υπερφυσικόν τρόπον και κατεσκήνωσεν με οικειότητα εν τω μέσω ημών και ημείς είδαμεν την μεγαλειώδη δόξαν του, δόξαν όχι ανθρωπίνην, αλλά θείαν και απέραντον, την οποίαν είχεν ως φυσικήν του κατάστασιν από τον Πατέρα, σαν Υιός του Θεού μονογενής, γεμάτος χάριν και αλήθειαν]
Πρόκειται για δύο εδάφια με την ερμηνεία τους, από το κατά Ιωάννην Ιερό Ευαγγέλιο (§1.1 και §1.14 αντίστοιχα) τα οποία αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα της Ιερά Μητροπόλεως Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου. Το πρώτο εδάφιο, αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τους Αριανιστές. (Μάρτυρες της Σκοπιάς, Ευαγγελιστές, Σπουδαστές της Γραφής, κλπ). Αυτό μαζί με τα επόμενα εδάφια, βάζουν σε δοκιμασία την αίρεση αυτή, που θέλει τον Υιό Λόγο να είναι κτίσμα και όχι Θεός όπως ο Πατέρας. (βλ. διαδικτυακές αναφορές)
Ακολουθώντας το νήμα αυτής της σκέψης μπορούμε να πούμε ότι το υπέρτατο ον της ουράνιας σφαίρας επιθυμώντας ν᾽αποκαλύψει το σκοπό και το πεπρωμένο της ανώτερης μορφής ζωής στη γη, αξίωσε τον αποδέκτη άνθρωπο ν᾽αποκτήσει γνώση του εαυτού του, της φύσης και της μοίρας του, δια μέσου ουράνιων αγγελιοφόρων, των αγγέλων. Το μήνυμα (ή η αποκάλυψη) εστίαζε συνήθως στην ταυτότητα του αποστολέα και την ειμαρμένη του ανθρώπου σε συνάρτηση με την ανταπόκρισή του. Εξαιτίας του κοσμικού ρήγματος που είχε σημαδέψει την ουράνια σφαίρα πριν τη δημιουργία του κόσμου (ή την ανακοίνωση της αποκάλυψης) οι άγγελοι, αναλόγως της σχέσης τους με τον Δημιουργό, ίσως επιχειρούσαν να παραπλανήσουν τον άνθρωπο μέσω ψευδούς αποκάλυψης ή του φανέρωναν την αλήθεια για τη φύση (ή την ταυτότητα), την καταγωγή και το πεπρωμένο του. Οι άγγελοι που παραποιούσαν τον λόγο του υπέρτατου ουράνιου όντος με σκοπό να δημιουργήσουν σύγχυση στη κατανόηση του ανθρώπου σχετικά με τα όριά του στον επίγειο κόσμο ή την μοίρα του ως υπεργήινη υπόσταση, αν και δεν αποκαλούνταν πάντοτε δαίμονες, ήταν λειτουργικά κακοπροαίρετοι.
Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο Διάβολος του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού ή ο Iblīs (Σεϊτάν, Διάβολος) του Ισλάμ, ο οποίος με την μορφή φιδιού στη βιβλική ιστορία του Κήπου της Εδέμ —σύμφωνα με τις τελευταίες ερμηνείες— προσπάθησε να διαταράξει την αντίληψη του ανθρώπου για τα όρια ή τους περιορισμούς της κτίσης του, δελεάζοντας τον να γευτεί τον καρπό του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού, ώστε να μοιάσει στον Θεό ή τις αιώνιες υπάρξεις της ουράνιας αυλής. Στον ζωροαστρισμό, το πνεύμα του κακού Angra Mainyu (αργότερα Ahriman) επιχείρησε —δια μέσου υποτακτικών του όπως το Κακόβουλο Πνεύμα, το Ψεύδος και την Αλαζονεία— να εξαπατήσει τον επίγειο άνθρωπο ώστε να επιλέξει μοίρα υποχθόνια, τιμωρία σε φλεγόμενα βάραθρα.
«Αστρονόμος Κοπέρνικος: Συνομιλία με τον Θεό», ζωγραφικός πίνακας του Γιαν Ματέικο
Στον απόηχο της Κοπερνίκειας επανάστασης του 16ου αιώνα (βασισμένη στις θεωρίες του Πολωνού αστρονόμου Κοπέρνικου) η οποία άλλαξε ριζικά την ανθρώπινη αντίληψη για τον κόσμο στο κέντρο του οποίου δε βρισκόταν πλέον η γη· τουναντίον κατανοήθηκε ότι επρόκειτο περισσότερο για πλανήτη ενός ηλιακού συστήματος, σ´ ένα πολύ μικρό μέρος ενός γαλαξία που έπλεε σ᾽ ένα φαινομενικά άπειρο σύμπαν ομοειδών γαλαξιών— οι έννοιες αγγέλων και δαιμόνων έμοιαζαν αταίριαστες. Το τριμερές σχήμα του κόσμου —ουρανός πάνω, γή στη μέση και κόλαση κάτω— φαινόταν αναχρονιστικό.
Ωστόσο, με την ανάδυση την σύγχρονης δυτικής ψυχολογίας και τη διεξαγωγή ψυχαναλυτικών μελετών κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, οι υφιστάμενες αρχές των σχετικών με αγγέλους και δαίμονες πεποιθήσεων, βρέθηκε ότι είχαν προσδιορισθεί και νοηματοδοτηθεί εκ νέου. Αρκετοί Χριστιανοί θεολόγοι βρήκαν κάποιες από τις αντιλήψεις της ψυχανάλυσης ιδιαίτερα χρήσιμες στην επαναδιατύπωση εννοιών που διέπονταν από πρωτόγονες και παραδοσιακές αξίες. Η μυθοποίηση για τον πάλαι ποτέ τριμερή κόσμο, στράφηκε στη εσωτερική δομή της προσωπικότητας του ανθρώπου —υπερεγώ [(λατ:superego) οι περιοριστικοί θεσμοί που εξασφαλίζουν κοινωνικά αποδεκτό τρόπο ζωής στον άνθρωπο] εγώ [(λατ:ego) συνειδητές πτυχές της αντίληψης] και το εκείνο [(λατ: id) «…το αποκαλούμε χάος, ένα καζάνι γεμάτο κοχλάζουσες ενορμήσεις στο κατώφλι της συνείδησης, δεν παράγει μια ολοκληρωμένη θέληση, αλλά παρά μόνο μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τις ενστικτώδεις ενορμήσεις που είναι υποκείμενες στη αρχή της ευχαρίστησης»_Σίγκμουντ Φρόυντ].
Έτσι, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, οι δαίμονες θα μπορούσαν να επαναπροσδιορισθούν ως προβολές των αχαλίνωτων ορμών που αναγκάζουν τον άνθρωπο να δρά σύμφωνα με τις προσωπικές του επιθυμίες, δίχως να υπολογίζει τυχόν επιπτώσεις σε άλλους. Από κοινωνική σκοπιά, οι δαίμονες θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν περιβαλλοντικές ή κληρονομικές δυνάμεις που ωθούν τον άνθρωπο να πράττει, να σκέφτεται και να μιλά με τρόπους ασυμβίβαστους με την προσωπική του ευημερία ή αυτή του συνόλου.
«Ο διάβολος και οι δαιμονικές δυνάμεις που μαστίζουν τον σύγχρονο κόσμο μπορούν εύκολα να τεκμηριωθούν από την επιστροφή του ανθρώπου στη βαρβαρότητα και την απανθρωπιά» Denis de Rougemont – The Devil’s Share
Τον 2ο αιώνα μ.Χ ο Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (περ. 150 – 215) χριστιανός φιλόσοφος της θεολογίας, προσανατολιζόμενος σε ψυχολογική ερμηνεία των δαιμονικών δυνάμεων, επεσήμανε ότι ο άνθρωπος, συχνά κυριεύεται από εσώτερες ακόρεστες ορμές για να ικανοποιήσει πάθη και σαρκικές επιθυμίες. Η φροϋδική ερμηνεία της ανθρώπινης προσωπικότητας και άλλες ψυχολογικές μελέτες, έδωσαν έτσι νέα διάσταση στην εν λόγω έρευνα. Η μεσαιωνική εικονογραφία, η οποία αναπαριστούσε αγγέλους και δαίμονες ως υβρίδια προκαλώντας ακόμα και τους πλέον ευφάνταστους θεατές, άντλησε συμβολισμούς ψυχολογίας, ψυχανάλυσης και σύγχρονης μυθοπλασίας και τους παρουσίασε συνυφασμένους με θεολογικούς λογισμούς.
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς
O Κλήμης ο Αλεξανδρινός (Titus Flavius Clemens), θεολόγος στα τέλη του 2ου και αρχές 3ου αιώνα. Γεννήθηκε γύρω στο 150 και πέθανε μεταξύ του 211 και 216 μ.Χ. Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια, αφού πρώτα ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς Πατέρες.
Για τις θρησκευτικές παραδόσεις που έβλεπαν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του δυϊσμού, όπως ο Γνωστικισμός, οι άγγελοι ήταν ουράνιες οντότητες που εξουσίαζαν συγκεκριμένα πεδία, στάδια της διαδρομής που θα ακολουθούσε η ψυχή όταν απελευθερωνόταν από τα υλικά δεσμά της ύπαρξης. Η γνώση αυτών και των ονομάτων τους ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της ενδεχόμενης ένωσης με την υπέρτατη πνευματική πραγματικότητα. Οι επτά άγγελοι, αρχηγέτες των ισάριθμων πλανητικών σφαιρών, απαντώνται σε διάφορους καταλόγους κι ανάμεσά τους βρίσκονται ο Γαβριήλ, ο Αδωνάι (Κύριος) ο Άριελ (λέων του Θεού) και άλλοι. Ο άγγελος της δημιουργίας του υλικού κόσμου, Γιαχβέ (κάποιες φορές αποκαλούμενος επίσης Δημιουργός) ήταν κακόβουλος, κατά την άποψη του Γνωστικισμού, όχι μόνον επειδή ήταν ο Κτίστης, αλλά εξαιτίας του ότι προσπαθούσε να κρατήσει τον πνευματικό άνθρωπο μακριά από τη γνώση της πραγματικής του καταγωγής, φύσης και πεπρωμένου.
Ο Μανιχαϊσμός, δυϊστική θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ από τον Μάνη, Ιρανό προφήτη, διαίρεσε τον κόσμο σε δύο σφαίρες, του Καλού (Φωτός) και του Κακού (Σκότους) όπως ο Γνωστικισμός. Οι δύο αυτές βρίσκονται αναμεμιγμένες στον υλικό κόσμο και αντικείμενο της σωτηρίας (λύτρωσης) είναι ο διαχωρισμός του πνεύματος από την ύλη ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να εισέλθει στην κατάσταση της απόλυτης καλοσύνης. Υψηλότερα στην ουράνια ιεραρχία βρίσκονται τα 12 φωτεινά διαδήματα του Πατέρα της Μεγαλοσύνης και οι Δώδεκα Άχρονες Υπάρξεις (Aeons), οι πρωτόπλαστοι —αγγελικές φιγούρες (τάξεις πνευμάτων ή σφαίρες ύπαρξης) οι οποίες μοιρασμένες σε ομάδες των τριών, περιέβαλλαν το Υπέρτατο Όν στα τέσσερα πρώτα ουράνια μέρη· ήσαν κτίσματα του Θεού τα οποία έφεραν χαρακτηριστικά της φύσης του Απολύτου, βασικού στοιχείου της κοσμολογίας που αναπτύχθηκε γύρω από την κεντρική ιδέα του δυαλισμού (δυϊσμού): της σύγκρουσης ανάμεσα σε ύλη και πνεύμα.
Εξαιτίας της επιθυμίας του Διαβόλου, Πρίγκιππα του Σκότους, ν᾽αποκτήσει τα προνόμια του Βασιλείου του Φωτός, οι αντίστοιχες ουράνιες δυνάμεις βρίσκονται σε αέναη διαμάχη, αναμιγνύονται και αναδύεται ο κόσμος της ύλης και του πνεύματος. Μη έχοντας επίγνωση της πνευματικής του υπόστασης κι εκτεθειμένος διαρκώς στον πειρασμό από τους δαίμονες του Πρίγκιπππα του Σκότους, ο άνθρωπος οδηγείται τελικά στην κατανόηση της αληθινής του φύσης, χάρη στις ενέργειες αγγελικών υπάρξεων που αποκαλούνται Φίλοι του Φωτός και του Ζώντος Πνεύματος και των πέντε βοηθών τους, τον Κύριο του Μεγαλείου (Holder of Splendour), τον Βασιλέα της Τιμής (King of Honour), το Φώς του Ανθρώπου (Light of Man), τον Βασιλέα της Δόξας (King of Glory) και τον Προστάτη (Supporter).
Αβατάρ, η θεία ενσάρκωση ανώτερων όντων ή του Υπέρτατου Όντος στη γη.
Στον Ινδουισμό η ενσάρκωση κάποιας θεότητας σε άνθρωπο ή ζώο, έρχεται ν᾽αντισταθμίσει συγκεκριμένα κακά στον κόσμο. Στην εικόνα παρουσιάζονται οι δέκα αβατάρες (ενσαρκώσεις) ενός εξ᾽αυτών, του Βισνού: ψάρι (Matsya), χελώνα (Kurma), κάπρος (Varaha, αγριόχοιρος), ανθρωπόμορφος λέων (Narasimha, υβρίδιο ανθρώπου-λιονταριού), νάνος (Vamana), Παρασουράμα (Parashurama, ο Ράμα με τσεκούρι), Ράμα (Rama, θεότητα μεγαλοψυχίας και αρετής), Κρίσνα (Krishna, θείος ποιμένας), Βούδας (Buddha, πεφωτισμένος) και Κάλκιν (Kalkin, λευκό άλογο, η τελική απελευθέρωση και ανακάλυψη της θείας φύσης του ανθρώπου) με τις δύο τελευταίες ν᾽ αντιπροσωπεύουν μελλοντικές ενσαρκώσεις.
Οι θρησκείες που έβλεπαν τον κόσμο κατά βάση μονιστικά —όπως Ινδουισμός, Τζαϊνισμός (ή Ζαϊνισμός) και Βουδισμός— δεν έτρεφαν πίστη γενικότερα σε αγγέλους των οποίων κύρια αποστολή ήταν η αποκάλυψη της αλήθειας. Το ρόλο αυτό διαδραμάτιζαν οντότητες όπως οι αβατάρα (avatāra, ενσαρκώσεις θεών), τιρχανκάρα (tīrthaṅkara, άγιοι ή προφήτες)και μποντισάτβα (bodhisattva, αυτοί που πρόκειται να γίνουν Βούδες) αντίστοιχα. Επειδή αυτές οι υπάρξεις θεωρούνται περισσότερο πρότυπα ενάρετης ζωής παρά φορείς κάποιας αποκάλυψης (εξαιρουμένων των περιπτώσεων κάποιων ορισμένων αβατάρα και μποντισάτβα) δε θα πρέπει να εξετάζονται με τις τυπικές αντιλήψεις του δυτικού κόσμου περί αγγέλων. Αυτές οι θρησκείες ωστόσο, έχουν ευρέως διαδεδομένες δαιμονικές δοξασίες.
Η πίστη σε δαίμονες δε συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία. Απαντάται σε πολλά γεωγραφικά μήκη και πλάτη κι αναφέρεται σε πνευματικές οντότητες που επηρεάζουν τη σχέση του ανθρώπου με τα ιερά, διαδραματίζοντας ρόλο προερχόμενο από τα βάθη της ιστορίας. Μπορεί να είναι κατά το ήμισυ ή καθόλου άνθρωποι, αλλά και άυλες υπάρξεις οι οποίες για διάφορους λόγους, επιδιώκουν γενικότερα να μην ευωδοθούν οι υψηλότερες των πνευματικών προσδοκιών του ανθρώπου ή στην πορεία της ζωής του να μη μπορέσει να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες ενέργειες που θα εξασφάλιζαν την ευημερία του. Ο αρχαίος Ασσύριος δαίμονας rabiṣu αποτελεί φαινομενικά τυπικό παράδειγμα υπερφυσικού όντος το οποίο ενστάλλαζε τέτοιο φόβο στους ανθρώπους που ανατρίχιαζαν στην κυριολεξία όταν αντιλαμβάνονταν την παρουσία του.
Τιρθανκάρα.
Τιρθανκάρα (tīrthaṅkara ή jina) Σωτήρας (Λυτρωτής) ο οποίος κατόρθωσε με το πέρασμά του από πλήθος μετενσαρκώσεων να φωτίσει το μονοπάτι της κατάκτησης του αέναου κύκλου ζωής – θανάτου (saṃsāra) για τους ανθρώπους. Οι λίγοι κι εκλεκτοί που θα ακολουθούσαν τα βήματά του, θ᾽ απελευθερώνονταν από τα δεσμά των επανενσαρκώσεων και θα σώζονταν. Ο Μαχαβίρα (Mahavira 6ος αι. π.Χ) ήταν ο τελευταίος Τιρθανκάρα που εμφανίστηκε. Σύμφωνα με την παράδοση ο προκάτοχος του, Παρσβανάθα, έζησε περίπου 250 χρόνια νωρίτερα
Στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, καταγράφησαν διάφοροι δαίνομες με βάση τις ικανότητές τους να ξελογιάζουν τους ανθρώπους ώστε να επιδίδονται αποκλειστικά στην ικανοποίηση αυτών που ονομάζουμε βασικά ένστικτα ή επιθυμίες. Ανάμεσά τους βρίσκονταν εφιαλτικοί δαίμονες, άλλοι που σχηματίζονταν από το σπέρμα της συνουσίας και αυτοί που παραπλανούσαν τους ανθρώπους στο να πιστέψουν ότι μπορούν να βγούν από το σώμα τους τη νύχτα και με την αιθέρια υπόστασή τους να ταξιδέψουν σε χώρους δαιμονολατρείας ή μαγείας. Κάποιες αναφορές του 20ου αιώνα (όπως επίσης της εποχής των πολέμιων του πρώιμου Χριστιανισμού) θέλουν τη φήμη των υποτιθεμένων δαιμόνων να εξαπλώνεται από τις επικρατούσες θρησκείες στον κόσμο, ως τέτοια πρότερων θεών ή πνευματικών οντοτήτων που υπέκυψαν ή κατατροπώθηκαν από τις δογματικές απόψεις των κατακτητών. Έτσι, Τευτονικές, Σλαβικές, Κέλτικες ή Ρωμαϊκές θεότητες, είτε υποβαθμίστηκαν σε δαιμονικούς ανταγωνιστές του Ιησού, αγίων ή αγγέλων, είτε απορροφήθηκαν από τη χριστιανική λατρεία. Ακόλουθοι αυτών των αρχαίων αλλά ανενεργών πλέον υποστάσεων, συχνά διώχθηκαν ως υποστηρικτές της μαγείας, ειδικά στη χριστιανική Ευρώπη.
Μποντισάτβα
Ο Μποντισάτβα επιδιώκει την αφύπνιση· καλλιεργώντας αρετές ηθικής, αυτοθυσίας σοφίας και αγάπης, ακολουθεί το μονοπάτι της θέωσης που οδηγεί στην πνευματική συνείδηση του Βούδα. Ο φιλεύσπλαχνος Αβαλοκιτεσβάρα (κάτω), παρουσιάζεται με 11 κεφάλια και 8 χέρια, συμβολίζοντας την ικανότητά του να ανιχνεύει τις ανάγκες της ανθρωπότητας οπουδήποτε στο σύμπαν.
Αβαλοκιτεσβάρα
Αγαθοεργές υπάρξεις, συνήθως άγγελοι αλλά κάποιες φορές φαντάσματα προγόνων ή άλλα πνευματικά όντα που εξευμενίστηκαν μέσω θυσιών ή άλλων τελετών, συνδράμουν τις προσπάθειες του ανθρώπου να επιτύχει αρμονικές σχέσεις με τον Θεό, άλλες πνευματικές οντότητες αλλά και με καταστάσεις του βίου του. Οι άγγελοι, για παράδειγμα, δεν ενεργούν μόνο ως φορείς της θείας αποκάλυψης, αλλά πιστεύεται ότι βοηθούν αποτελεσματικά τον άνθρωπο να κερδίσει τη λύτρωσή του, να τύχει ιδιαίτερης μεταχείρησης ή να ευνοηθεί. Πρωτίστως υμνούν και υπηρετούν το Θεό πραγματοποιώντας το θέλημά του· αυτό είναι το αληθινό προσωπείο των αγγέλων για τον Χριστιανισμό και τον Ζωροαστρισμό όπως επίσης για τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ. Ως λειτουργικές προεκτάσεις της θείας βούλησης, κάποιες φορές εμπλέκονται σε ανθρώπινα ζητήματα ανταμοίβοντας τους πιστούς και τιμωρώντας τους ασεβείς ή λυτρώνοντας τους αδύναμους οι οποίοι έχουν ανάγκη βοήθειας και καταστρέφοντας τους διαβολικούς που αδίκως κατατρέχουν τους συνανθρώπους τους.
Στο δευτεροκανονικό βιβλίο Τωβίτ (απόκρυφο ή κρυμμένο βιβλίο που δεν αναγνωρίζεται ως κανονικό από Εβραίους και Προτεστάντες) ο αρχάγγελος Ραφαήλ (ο Θεός θεραπεύει) για παράδειγμα, βοηθά τον νεαρό Τωβία, γιό του Τωβίτ, σ᾽ ένα ταξίδι του όπου του φανερώνει μαγικές συνταγές που θα θεράπευαν την τυφλότητα του πατέρα του, όπως επίσης θα εξουδετέρωναν τις δυνάμεις του δαίμονα Ασμοδαίου. Οι άγγελοι έχουν επίσης περιγραφεί ως συμμετέχοντες στη δημιουργία και το θεόσταλτο έργο της συνέχισης του κόσμου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, επηρεασμένος από την Ελληνιστική κοσμολογία, διατύπωσε την άποψη ότι αυτοί κινούσαν τ᾽ άστρα και είχαν τον έλεγχο των τεσσάρων στοιχείων —γη, αέρας, φωτιά και νερό.
Ο Ασμοδαίος
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από τη βίβλο Τωβίτ κατά τη Μετάφραση Ο’, Παλαιά Διαθήκη, κεφ. ΣΤ᾽ :
«οι δὲ πορευόμενοι τὴν ὁδὸν ἦλθον ἑσπέρας ἐπὶ τὸν Τίγριν ποταμόν, καὶ ηὐλίζοντο ἐκεῖ. τὸ δὲ παιδάριον κατέβη περικλύσασθαι, καὶ ἀνεπήδησεν ἰχθὺς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐβουλήθη καταπιεῖν τὸ παιδάριον. ὁ δὲ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· ἐπιλαβοῦ τοῦ ἰχθύος. καὶ ἐκράτησε τὸν ἰχθὺν τὸ παιδάριον καὶ ἀνέβαλεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος· ἀνάτεμε τὸν ἰχθὺν καὶ λαβὼν τὴν καρδίαν καὶ τὸ ἧπαρ καὶ τὴν χολὴν θὲς ἀσφαλῶς. καὶ ἐποίησε τὸ παιδάριον ὡς εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος, τὸν δὲ ἰχθὺν ὀπτήσαντες ἔφαγον. καὶ ὥδευον ἀμφότεροι, ἕως οὗ ἤγγισαν ἐν Ἐκβατάνοις. καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τῷ ἀγγέλῳ· Ἀζαρία ἀδελφέ, τί ἐστιν ἡ καρδία καὶ τὸ ἧπαρ καὶ ἡ χολὴ τοῦ ἰχθύος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἡ καρδία καὶ τὸ ἧπαρ, ἐάν τινα ὀχλῇ δαιμόνιον ἢ πνεῦμα πονηρόν, ταῦτα δεῖ καπνίσαι ἐνώπιον ἀνθρώπου ἢ γυναικός, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὀχληθῇ· ἡ δὲ χολή, ἐγχρῖσαι ἄνθρωπον, ὃς ἔχει λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ ἰαθήσεται» (βλ. Διαδικτυακές αναφορές)
Τωβίτ αποκαλείται ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης που αποδέχονται η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, εξαιρείται όμως από τον κανόνα των εκκλησιών της Μεταρρύθμισης. Συγκαταλέγεται στα λεγόμενα Δευτεροκανονικά βιβλία. Με τον όρο Δευτεροκανονικά ή Αναγινωσκόμενα, προσδιορίζουμε δέκα από τα σαράντα εννέα «κανονικά βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία «περιέλαβε ως ιερά…η Αλεξανδρινή ευρύτερη Ελληνική Βίβλος των Ο’», όχι όμως και η «Εβραϊκή Βίβλος». Για τις εκκλησίες που τα ενσωματώνουν στον κανόνα τους, τα βιβλία αυτά δεν αποτελούν «δευτερεύουσας αξίας βιβλία, που υπολείπονται ως προς τη θεοπνευστία και την αυθεντία τους έναντι των λοιπών κανονικών βιβλίων», αλλά «τοποθετούνται αδιακρίτως μεταξύ των πρωτοκανονικών…ως ισότιμα και ισόκυρα με τα πρωτοκανονικά, των οποίων τις θειες αλήθειες συμπληρώνουν». Κατ’ αυτή την έννοια επομένως «καταχρηστική είναι και η χρήσις των όρων ‘πρωτοκανονικός’ και ‘δευτεροκανονικός’…καίτοι δ’ όμως οι όροι…έχουσι την ρίζαν αυτών εν τη γνωστή φράσει του αγ. Κυρίλλου του Ιεροσολύμων…δεν δηλούσι…ότι τα εν λόγω βιβλία είναι ήσσονος κύρους των πρωτοκανονικών».
Πολλοί άγγελοι θεωρούνταν προστάτες ατόμων και εθνών. Η άποψη ότι υπάρχουν φύλακες άγγελοι που επαγρυπνούν για τα μικρά παιδιά, υπήρξε πεποίθηση ενδεικτική της λαϊκής ευσέβειας του Ρωμαιοκαθολικισμού. Λογίζονταν επίσης ως ψυχοπομποί, οδηγοί των ψυχών των θανόντων πρός τον υπεργήινο κόσμο. Κατά τη γέννηση των ανθρώπων επιστεύετο ότι εκτελούσαν διάφορες υπηρεσίες. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στις περιπτώσεις όπου άγγελοι ανακοινώνουν τη γέννηση θείων υπάρξεων ή ξεχωριστών θρησκευτικών προσωπικοτήτων, όπως ο Ιησούς και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στην Καινή Διαθήκη. Παρά την σπουδαιότητα του αγγελικού έργου, η θεολογική σκέψη και λαϊκή ευσέβεια ασχολήθηκε εμφατικά με τη φύση τους. Στον πρώιμο Ιουδαϊσμό θεωρούνταν ανθρωπόφορφα όντα, όπως για παράδειγμα ο άγγελος που πάλεψε με τον πατριάρχη Ιακώβ, περιστατικό που καταγράφεται στο βιβλίο της Γενέσεως.
Η πάλη του Ιακώβ
Οι φέροντες τα κοπάδια ως δώρα επροπορεύοντο από τον Ιακώβ. Αυτός δέ, κατά την εσπέραν εκείνην, εκοιμήθη εις την κατασκήνωσιν. Κατά την νύκτα όμως εσηκώθη, επήρε τας δύο γυναίκας του, τας δύο θεραπαινίδας και τα ένδεκα παιδιά του και επέρασε μαζή με αυτά εις βατόν σημείον τον παραπόταμον του Ιορδάνου, τον Ιαβώκ. Μαζή δε με τους ανθρώπους του αυτούς διεβίβασε εις την αντίπεραν όχθην του Ιαβώκ και όλα τα υπάρχοντά του.
Αυτός δε ο ίδιος έμεινε μόνος του εδώθε από τον Ιαβώκ. Εκεί δε ένας άνθρωπος επάλαιεν εναντίον του καθ’ όλην την νύκτα, έως το πρωϊ. Είδε δε ο αντίπαλος αυτός ότι δεν δύναται να νικήση τον Ιακώβ. Ηγγισε τότε το πλατύ άνω μέρος του μηρού του Ιακώβ και καθώς συνέχιζε την πάλην κατά του Ιακώβ ενάρκωσε το μέρος αυτό του μηρού. Ο άνθρωπος εκείνος είπε τότε στον Ιακώβ· «άφησέ με να φύγω, διότι εξημέρωσε». Ο δε Ιακώβ του απήντησε· «δεν θα σε αφήσω να φύγης, εάν πρώτον δεν με ευλογήσης». Ο άνθρωπος εκείνος του είπε· «ποίον είναι το όνομά σου;» Εκείνος του απήντησεν· «Ιακώβ». Είπε δε εις αυτόν ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος· «δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ, αλλά θα λέγεσαι Ισραήλ, διότι εφάνης ισχυρός απέναντι του Θεού. Επομένως μη φοβήσαι θα είσαι ισχυρός και απέναντι των ανθρώπων».
Τοτε ηρώτησεν αυτόν ο Ιακώβ και του είπε· «πές μου το όνομά σου». Εκείνος του είπε· «διατί συ ερωτάς και έχεις την περιέργειαν να μάθης το όνομά μου;» Ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος, άγγελος Θεού, ηυλόγησε τον Ιακώβ στον τόπον εκείνον. Και εκάλεσεν ο Ιακώβ τον τόπον εκείνον· «εμφάνισιν Θεού» (Φανουήλ), διότι είπεν· «είδον τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον και παρ’ όλον τούτο εσώθη η ζωη μου και δεν απέθανον». Οταν δε απήλθεν η θεία εμφάνισις, ανέτειλεν ο ήλιος. Ο δε Ιακώβ εχώλαινεν στον μηρόν του. Δια τούτο οι Ιουδαίοι δεν τρώγουν το νεύρον μέχρι σήμερον από τον μηρόν των ζώων εις εκείνο το σημείον, το οποίον εναρκώθη κατά την πάλην, διότι ο Θεός ήγγισε το νεύρον στο πλάτος τούτο του μηρού, το οποίον και εναρκώθη. (βλ.διαδικτυακές αναφορές)
Γένεσις §32 (λβ᾽) (21-32)
Αργότερα ωστόσο, στην Ελληνιστική περίοδο (3ος π.Χ – 3ος μ.Χ αιώνας) η θεώρηση τους άλλαξε σε ασώματες πνευματικές υπάρξεις που εμφανίζονταν στον άνθρωπο με υπερφυσικό τρόπο. Την πνευματική τους φύση, είχαν τονίσει νωρίτερα οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης όπως ο Ιεζεκιήλ και ο Ησαΐας, περιγράφοντας τα οράματά τους. Χερουβείμ και Σεραφείμ, δύο ανώτερες τάξεις αγγέλων, περιγράφονται ως φτερωτές υπάρξεις – φύλακες του θεϊκού θρόνου. Η χρήση των φτερών σε διάφορα όντα συμβολίζει την αόρατη και πνευματική τους φύση, πρακτική που μπορεί να αναχθεί στους αρχαίους Αιγυπτίους, οι οποίοι αναπαριστούσαν τον θεό Ώρο του Εντφού (θεότητα του ήλιου της αιγυπτιακής μυθολογίας) μαχόμενο ως φτερωτό δίσκο.
Άγαλμα του Ώρου στην αιγυπτιακή πόλη Εντφού
Στην Χριστιανική εικονογραφία η ασώματη φύση των αγγέλων αναπαρίσταται σχεδόν παγκοσμίως μέχρι τον 20ο αιώνα με φτερωτές ανθρώπινες μορφές. Η αρχή της παραστάσεως των αγγέλων δεν είναι σαφώς καθορισμένη. Λέγεται συνήθως ότι τα παλαιά Χριστιανικά μνημεία παριστούν τους αγγέλους ως κοινούς θνητούς, δίχως ιδιαίτερα συμβολικά γνωρίσματα όπως είναι τα πτερύγια ή το φωτοστέφανο και ότι η διαμόρφωσή τους σε πτερωτά όντα έχει τις ρίζες της πριν τον 4ο αιώνα υπό την επίδραση των πτερωτών Νικών της αρχαίας Ελληνικής τέχνης. Όμως η Χριστιανική τέχνη των τριών πρώτων αιώνων ήταν καθαρά συμβολική και ουδέποτε υποστηρίχθηκε ότι απεικόνιζε την πραγματικότητα. Παραστάσεις αγγέλων δίχως πτερύγια όπως αυτών της Φιλοξενίας του αγίου Βιταλίου της Ραβέννης ή της Santa Maria Μaggiore στη Ρώμη ενδέχεται να οφείλονται στην κατα γράμμα απόδοση της διηγήσεως της Αγίας Γραφής, παρά σε ζητήματα τεχνοτροπίας:
«Ἡ Γένεσις (§ιη´ 2), διηγουμένη τά σχετικά μέ τήν φιλοξενίαν τοῦ Ἀβραάμ, λέγει ρητῶς ὅτι οἱ ἐπισκέπται του ἦσαν «ἄνδρες», δηλ. κοινοί θνητοί. «Καί ἰδού τρεῖς ἄνδρες εἰστήκεισαν…» . Ἐάν μάλιστα ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι οἱ ὁμιλοῦντες περί ἀπτέρων ἀγγέλων οὐδέν συγκεκριμένον παράδειγμα ἔχουν νά προσκομίσουν, πλήν τινων ἀμφιβόλων καί δυσδιακρίτων, φαίνεται ὅτι οἱ ἄγγελοι ἀπό τῆς πρώτης ἐμφανίσεώς των, ἡ ὁποία συμπίπτει πρός τήν ἐποχήν τοῦ θριάμβου τοῦ χριστιανισμοῦ, παρίστανται πτερωτοί, πρᾶγμα τό ὁποῖον καί ἅπαντα τά γνωστά μνημεῖα ἐπιβεβαιοῦν καί σύμφωνον πρός τήν περί ἀγγέλων διδασκαλίαν τῆς Γραφῆς εἶναι»
Στην τέχνη γενικότερα η καλλιτεχνική έκφραση δε στοχεύει τόσο σε πιστές αναπαραστάσεις αλλά σε αλληγορικές μεταδόσεις αντιλήψεων ή απόψεων στις οποίες εύλογα παρεισφρέουν στοιχεία καλλιτεχνικής ταυτότητας, λαϊκής παράδοσης και περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα το προς διάδοση μήνυμα να υφίσταται ποικίλες παραλλαγές εξαιτίας των οποίων ο αποδέκτης οφείλει ν´ αναζητήσει την πηγαία αλήθεια μελετώντας εμβριθώς το εκάστοτε θέμα, παρά να υιοθετήσει το οπτικό ερέθισμα ως απολύτως αληθές. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για εκκλησιαστική εικονογραφία κυρίως συμβολικού ή διδακτικού χαρακτήρα. Οι άγγελοι της εποχής του Βυζαντίου παρίστανται πάντοτε πτεροφόροι νεαροί με ανθρώπινο πρόσωπο και μαύρη ή ξανθιά κόμη δεμένη με ταινία που ανεμίζει. Σε κάποιες από τις εικονογραφήσεις της εποχής εμφανίζονται με τα άκρα της ταινίας αυτής μετασχηματισμένα σε μικρές σάλπιγγες, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκαν και εκλήφθηκαν ως συμβολισμός των οργάνων μέσω των οποίων οι άγγελοι άκουγαν τα συμβαίνοντα στον κόσμο. Στο δεξί τους χέρι κρατούν σκήπτρο, σε ένδειξη της θείας εξουσίας, στο αριστερό δε, σφαίρα ή μονόγραμμα του Χριστού. Παρομοίως, η τέχνη μετέτρεψε το σκήπτρο σε κρίνο, πράξη εντελώς ξένη με την βυζαντινή εικονογραφία και την ιστορία του Ευαγγελισμού.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, τοιχογραφία του Φρα Αντζέλικο, χρονολογείται από το 1438 έως το 1445 και εκτίθεται στο Μουσείο του Σαν Μάρκο στη Φλωρεντία.
Σύμφωνα με το Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, οι άγγελοι ανήκουν στην αόρατη Κτίση. Δημιουργήματα του Θεού σε χρόνο κατα πάσα πιθανότητα αρχαιότερο του υλικού κόσμου, δίχως να περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο έλαβαν την υπόστασή τους σε αντίθεση με τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η Θεία Αποκάλυψη υπαινίσσεται ότι πρόκειται για Κτίσματα ανάλογα προς τον άνθρωπο, κατ᾽εικόνα και ομοίωση του Θεού. Κάποιον ορισμό παρέχει η προς Εβραίους επιστολή «λειτουργικά πνεύματα, εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν». Ο όρος πνεύματα δε σημαίνει ότι η φύση τους είναι αμιγώς πνευματική, διότι καθαρό και απόλυτο πνεύμα είναι μόνον ο θεός. Εξ᾽ άλλου αυτό αποδεικνύει και η πτώση τους.
Αρκετοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς (Τερτυλλιανός, Ωριγένης, Βασίλειος, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ιλάριος) υπογραμμίζουν την ανάγκη να παραδεχθούμε ότι οι άγγελοι έχουν σώμα από ύλη λεπτότερη αυτής που μπορεί να γίνει αντιληπτή μέσω των αισθήσεων. Η σχέση του αιθέριου ή πυροειδούς ή νοερού σώματος με τη γνωστή ύλη, παραμένει άγνωστη. Ωστόσο η γραφική μαρτυρία «εν τη αναστάσει… ως άγγελοι Θεού εισι» (Ματθ. κβ´ 30) και η άλλη σύμφωνα με την οποία «το της αναστάσεως σώμα έχων ο Κύριος, ενεφανίσθη εις τους μαθητάς του, συνέφαγε μετ’ αυτών και έγινεν απτός παρ’ αυτών», δεν αποκλείουν την άποψη ότι το σώμα των αγγέλων είναι συγγενές προς τη γνωστή ύλη. Έτσι, ο χαρακτηρισμός αυτών ως ασωμάτων, κυρίως από την Ζ᾽ Οικουμενική Σύνοδο δεν έχει την έννοια κυριολεξίας αλλά διαστολής προς το ανθρώπινο σώμα: «Άγγελος τοίνυν εστίν ουσία νοερά… ασώματος δε λέγεται και άϋλος όσον προς ημάς».
Η άυλη αγγελική ουσία οδήγησε θεολόγους και απλούς ανθρώπους σε διάφορες εικασίες για τη μορφή με την οποία εμφανίζονταν, όπως αυτή είχε καταγραφεί στα ιερά κείμενα και τους θρύλους που πήγαζαν από την λαϊκή ευσέβεια. Μερικοί θεολόγοι, όπως ο Αυγουστίνος κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, υποστήριξαν ότι οι άγγελοι, οι οποίοι είχαν αιθέρια σώματα, ενδέχεται να μπορούσαν ν᾽αποκτήσουν υλική υπόσταση. Ωστόσο το ζήτημα παρέμεινε ανεπίλυτο προς ικανοποίηση των μεταγενέστερων θεολόγων.
Πονηρά όντα, δαίμονες, έκπτωτοι άγγελοι, φαντάσματα, τελώνια (κριτές των ψυχών, ψυχοπομποί), πνεύματα του κακού, υβριδικά πλάσματα, οι νταίβα (daevas) του Ζωροαστρισμού, οι ναράκα (nārakas, πλάσματα της κολάσεως) του Τζαναϊσμού, οι όνι (oni, ακόλουθοι των θεών του κάτω κόσμου) στις Ιαπωνικές θρησκείες και άλλες παρόμοιες υπάρξεις, εμποδίζουν την καλή σχέση του ανθρώπου με τον θεό, το πνευματικό βασίλειο και δεν ευνοούν τον ανθρώπινο βίο. Μερικοί άγγελοι πιστεύεται ότι έχουν εκπέσει από τη θέση τους πλησίον του θεού —όπως ο Εωσφόρος (ἕως αττ. τύπος του ἠώς «χάραμα, αυγή» αυτός που φέρει την αυγή, Lucifer, ο οποίος μετά την πτώση του ονομάστηκε Διάβολος ή Σατανάς από τους εκκλησιατικούς Πατέρες) στον Ιουδαϊσμό, Χριστιανισμό και Ισλαμ, εξαιτίας της αλαζονείας που επέδειξαν προσπαθώντας να σφετερισθούν την θέση του Υπέρτατου Όντος.
Βεελφεγώρ
Από τη νέα τους θέση επιχειρούν να αποστασιοποιήσουν τον άνθρωπο από τον θεό προκαλώντας τον ν᾽ αμαρτήσει. Ορισμένοι μεσαιωνικοί στοχαστές της δαιμονολογίας αποδίδουν σε μια ιεραρχία επτά αρχιδαιμόνων τα ισάριθμα θανάσιμα αμαρτήματα: Αζαζέλ (Azazel, Καινοδοξία, εικ.4), Μαμωνάς (Mammon, Απληστία, εικ.3), Ασμοδαίος (Asmodeus, Λαγνεία), Σατανάς (Satan, Οργή), Βεελζεβούλ (Beelzebub, Γαστριμαργία), Λεβιάθαν (Leviathan Ζηλοφθονία, εικ.2) και Βεελφεγώρ (Belphegor, Ακηδία, εικ.1). Πέρα από την προτροπή του ανθρώπου να αμαρτήσει, πιστευόταν ότι έκπτωτοι άγγελοι ή διάβολοι προξενούσαν διαφόρων ειδών συμφορές, είτε φυσικές είτε συμπτωματικές. Όπως οι δαίμονες και τα κακά πνεύματα της φύσης στις πρωτόγονες θρησκείες, οι εκθρονισμένοι άγγελοι λογίζονταν υπεύθυνοι για λιμούς, επιδημίες, πολέμους, σεισμούς, τυχαίους θανάτους και σωρεία πνευματικών ή συναισθηματικών διαταραχών. Άτομα που προσβάλλονταν από ψυχικές ασθένειες θεωρούνταν δαιμονισμένα.
Μαμωνάς (Mammon)
Παρά την ύψιστη σημασία του έργου των δαιμονικών μορφών, η φύση τους απασχόλησε θεολόγους κι ευλαβείς πιστούς. Παρομοίως με τους αγγέλους, οι δαίμονες θεωρούνταν πνευματικές, ασώματες υπάρξεις, αλλά απεικονίστηκαν από την θρησκευτική εικονογραφία ως υβριδικά δημιουργήματα με τρομακτικά χαρακτηριστικά ή σαν γελοιογραφίες προς διακωμώδηση ειδώλων άλλης αντιτιθέμενης θρησκείας. Στους πρώτους εκκλησιαστικούς χρόνους, λόγου χάρη, υπήρχε η πεποίθηση ότι μέσα στα παγανιστικά ειδώλια κατοικούσαν δαίμονες. Οι φρικιαστικές πτυχές των δαιμόνων αναπαραστάθηκαν σε ξυλογραφήματα καλλιτεχνών του Μεσαίωνα όπως επίσης της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα και σε προσωπεία σαμάνων, θεραπευτών και ιερέων των πρωτόγονων θρησκειών, είτε για εκφοβισμό του πιστού ώστε να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις καθιερωμένες νόρμες, είτε για να αποκρουσθεί τελετουργικά η διάσπαρτη δύναμή τους στο επίγειο και βέβηλο βασίλειο.
Πίνακας του Ιερώνυμου Μπος για τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα
Οκνηρία (acedia), δαίμονας ο Βηλφεγώρ [Belphegor]. Αλαζονεία (superbia), δαίμονας ο Aζαζέλ [Azazel]. Λαιμαργία (gula), δαίμονας ο Βελζεβούλ [Beelzebub]. Λαγνεία (lussuria), δαίμονας ο Ασμοδαίος [Asmodeus]. Απληστία (avaritia), δαίμονας ο Μαμμωνάς [Mammon]. Οργή (ira), δαίμονας ο Σατανάς [Satan/Amon]. Ζηλοφθονία (invidia), δαίμονας ο Λεβιάθαν [Leviathan].
Αμφίθυμα ή ουδέτερα όντα σπάνια απαντώνται σε θρησκείες του δυτικού κόσμου, οι οποίες συνηθίζουν να διαχωρίζουν τους κατοίκους του κόσμου σε αυτούς που είτε είναι φίλα προσκείμενοι είτε αντιτίθενται στο Υπέρτατο Όν. Ο ισλαμισμός, ωστόσο, κατατάσσει τις άυλες υπάρξεις σε αγγέλους (malā’ikah, μαλάικαχ), δαίμονες (shāyaṭīn, σαγιάτιν) και τζιν (djinni). Η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει πνευματικά όντα τα οποία μπορούν να είναι είτε καλοπροαίρετα είτε κακόβουλα. Σύμφωνα με την ισλαμική θεολογία, είναι δημιουργήματα άκαπνης φωτιάς του Αλλάχ, δύο χιλιάδες χρόνια πριν τον πρωτόπλαστο άνθρωπο, προικισμένα συν τοις άλλοις με ελεύθερη βούληση. Ένα εξ´ αυτών ο Iblīs καταχράστηκε την ελευθερία του μπροστά στον Αλλάχ, αρνούμενος εκτελέσει εντολή του προς όλους τους αγγέλους και να σταθεί πρηνής μπροστά στον Αδάμ. Για την ανυπακοή του ο Αλλάχ τον απέπεμψε από τον Παράδεισο και τον ονόμασε Σατανά (Shaytān). Ικανά να είναι ορατά ή αόρατα έπαιρναν διάφορες μορφές ζώων ή ανθρώπων και μπορούσαν να είναι επωφελή ή μοιραία για τον άνθρωπο. Με πονηριά, ανώτερη χρήση της διάνοιας του ή μέσω μαγείας, ο άνθρωπος μπορούσε να χειραγωγήσει ένα τζίνι προς όφελός του.
Διάφορα, ελάσσονος σημασίας πνεύματα της φύσης, όπως του νερού, της φωτιάς, των βουνών, των ανέμων και άλλα, αναγνωρισμένα από τις πρώιμες θρησκείες, είναι σε γενικές γραμμές ουδέτερα αλλά, με σκοπό να παραμείνουν έτσι ή να ωφελήσουν τον άνρωπο, θα έπρεπε να τους αφιερωθούν κατάλληλες θυσίες ή τελετές. Στη δύση των μονοθεϊστικών θρησκειών και του τριμερούς σύμπαντος, άγγελοι και δαίμονες λογίζονται γενικότερα ως ουράνια ή αιθέρια πνεύματα. Στην λαϊκή τους ευλάβεια ωστόσο, υπάρχουν ευρύτατα διαδεδομένες πεποιθήσεις για φαντάσματα, δαίμονες, ξωτικά και πνεύματα του κακού που επηρεάζουν τον επίγειο βίο και τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Τα ουράνια όντα μπορούν να είναι είτε αγαθά είτε μοχθηρά αναλόγως της προσωπικής τους σχέσης με το Υπέρτατο Όν. Από την άλλη πλευρά, δαίμονες και κακά πνεύματα επηρεάζουν γενικότερα το ρόλο του ανθρώπου για όσο βρίσκεται στη γη, παρά το πεπρωμένο του ως υπέργεια ύπαρξη και θεωρούνται από το λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα (ενίοτε και από την θεολογία) κακόβουλα από πρόθεση.
Οι άγγελοι εμφανίζονται συνήθως παρατεταγμένοι σε σειρές και τουλάχιστον οι πρώτες από αυτές απαρτίζονται από ομάδες των τεσσάρων, έξι ή επτά. Η παράσταση των τεσσάρων υπαινίσσεται συμβολικά την τελειότητα, εφόσον συσχετισθεί με τα σημεία του ορίζοντα, απαντάται δε, σε Ιουδαϊσμό, Χριστιανισμό και Ισλάμ. Στα πρώτα του βήματα ο Ζωροαστρισμός, βαθύτατα επηρεασμένος από τις επιστήμες της αστρονομίας και αστρολογίας του αρχαίου Ιράν, συντόνισε την αντίληψη των επτά γνωστών πλανητικών σφαιρών με την πίστη του σε ουράνιες οντότητες οργανωμένες σε επταμελείς ομάδες —όπως για παράδειγμα οι amesha spentas του ahura mazdā: spenta mainyu (Θείο Πνεύμα), vohu mana (Αγαθός Νούς), asha (Αλήθεια), ārmaiti (Ορθός Λόγος), khshathra (Βασίλειο), haurvatāt (Ακεραιότητα) και ameretāt (Αθανασία). Με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς όμως ν᾽αποτυπώνεται στους Γκαθά [Gāthās, πρώιμοι ύμνοι που επιστεύετο ότι είχε γράψει ο Ζωροάστρης στην Αβέστα (avesta, ιερά κείμενα)] ο ahura mazdā και ο spenta mainyu ταυτίζονταν, ενώ οι υπόλοιποι δοτικοί αθάνατοι αποτελούσαν εξαμελή ομάδα.
Στην αντίπερα όχθη αυτών που διευκολύνουν την αρμονική συνύπαρξη ύλης και πνεύματος, παρατάσσονται ο angra mainyu (Άγκρα Μαϊνίγιου: Κακό Πνεύμα), ο οποίος αργότερα έγινε ο περίτρανος ahriman (Αριμάν: πρότυπο του Σατανά για Ιουδαϊσμό, Χριστιανισμό και Ισλάμ) και οι daevas (νταίβα) οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ήσαν θεότητες της πρώμης ινδοϊρανικής θρησκείας. Με τον angra mainyu συντάχθηκαν ενάντια στον ahura mazdā οι akōman (Ακομάν: Κακό Πνεύμα) indrā-vāyū (Ίντρα-βαγιού: Θάνατος) saurva (Σαούβρα: νταίβα του θανάτου και της αρρώστιας), nāñhaithya [(Νανχαΐτια: νταίβα που σχετίζεται με τον βεδικό θεό nāsatya (Νασάτια)], tauru (δύσκολο να ταυτοποιηθεί) και ο zairi [Ζαΐρι: προσωποποίηση του haoma (Χαόμα: ιερό ποτό που σχετίζεται με τις θυσίες αμφοτέρων των αχούρα και νταίβα)]. Ανάμεσα σε πολλές άλλες δαιμονικές φιγούρες βρίσκεται ο Aēshma [Αίσμα: βία, μανία ή επιθετική ορμή που αναλώνει τον άνθρωπο] ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο δαίμων Ασμοδαίος από τη βίβλο Τωβίτ, ο Āz [Αζ: λαγνεία ή πόθος] ο Mithrāndru [Μιθράντρουι: αυτός που ψεύδεται στον Μίθρα ή ο Ψευδής Λόγος] και ο Jēh [Τζεχ: Πόρνη, δημιουργήθηκε από τον Αριμάν για ν᾽ατιμάσει την ανθρώπινη φυλή].
Αγγελολογία και δαιμονολογία στον Ιουδαϊσμό, αναπτύχθηκαν περισσότερο κατά τη διάρκεια και την εποχή που ακολούθησε την Βαβυλώνια Αιχμαλωσία (τέλη του 6ου και αρχές του 5ου αιώνα π.Χ) όταν συνάφθηκαν σχέσεις με τον Ζωροαστρισμό. Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Γιαχβέ αποκαλείται Κύριος των Δυνάμεων. Αυτές οι δυνάμεις, ουράνιες στρατιές των Σαβαώθ [Tzevaot: Sabaoth] μάχονται τις δυνάμεις του Κακού κι εκτελούν διάφορες αποστολές, φυλάσσοντας την είσοδο του Παραδείσου, τιμωρώντας τους αμαρτωλούς, προστατεύοντας τους πιστούς και αποκαλύπτοντας στους ανθρώπους τον Λόγο του Θεού.
Στην κανονική Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται δύο αρχάγγελοι, ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ και ο αγγελιοφόρος Γαβριήλ, στην απόκρυφη δε, ο Θεραπευτής ή Βοηθός του Θεού, Ραφαήλ (στη βίβλο Τωβίτ) και ο Ουριήλ, η Φωτιά του Θεού, φύλακας του κόσμου και του κατώτερου τμήματος της κολάσεως (στο βιβλίο Β᾽ Έσδρας). Μολονότι κατονομάζονται μόνο τέσσερις, στη βίβλο Τωβίτ αναφέρονται επτά αρχάγγελοι. Πέρα από αυτούς υπήρχαν επίσης άλλες τάξεις αγγέλων όπως αυτές των χερουβίμ και σεραφίμ, οι οποίες μνημονεύτηκαν πιο πάνω.
«ἐγώ εἰμι Ραφαήλ, εἷς ἐκ τῶν ἑπτὰ ἁγίων ἀγγέλων, οἳ προσαναφέρουσι τὰς προσευχὰς τῶν ἁγίων, καὶ εἰσπορεύονται ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ ἁγίου» _Τωβίτ §12:15
Επηρεασμένος από τον Ζωροαστρισμό, ο αντίρροπος Σατανάς πιθανόν εξελίχθηκε σε αρχιδαίμονα. Μεταξύ άλλων δαιμόνων βρίσκονται ο Αζαζήλ [Azazel, δαίμων της ερημιάς, ενσαρκωμένος σε αποδιοπομπαίο τράγο] ο Λεβιάθαν και ο Ραάβ [Leviathan, Rahab, δαίμονες του χάους] η Λιλίθ [Lilith, θηλυκό δαιμόνιο της νύχτας] και άλλοι. Για να προστατευθούν από τις δαιμονικές δυνάμεις και τα ακάθαρτα πνεύματα, οι Εβραίοι έχοντας διαμορφώσει την συμπεριφορά τους από λαϊκές δοξασίες και έθιμα (όπως συνέβη αργότερα και με τους Χριστιανούς) συχνά έφεραν πάνω τους γούρια, χαϊμαλιά και φυλαχτά με εγχάρακτες ευχές.
Η επίδραση της αγγελολογίας των εβραϊκών αιρέσεων, όπως των Φαρισαίων και των Εσσαίων, αλλά και του Ελληνιστικού κόσμου, πιθανώς οδήγησε τον Χριστιανισμό στην ανάπτυξη νέων άλλα και στη διεύρυνση υπαρχόντων πεποιθήσεων για αγγέλους και δαίμονες. Στην Καινή Διαθήκη, τα ουράνια όντα ήταν ομαδοποιημένα σε επτά τάξεις, στις οποίες αργότερα προστέθηκαν άλλες δύο από την Παλαιά Διαθήκη (χερουβίμ, σεραφίμ) για να συγκροτηθούν τελικά οι εννέα χοροί των αγγέλων της ύστερης χριστιανικής απόκρυφης θεολογίας.
«Εννέα είναι τά τάγματα των αγίων Αγγέλων, κατά τόν Αρεοπαγίτην καί φιλάγγελον Διονύσιον· αυτά διαμοιράζονται σέ τρεις Ιεραρχίες˙ στήν πρώτη, τη μέση καί την τελευταία. Η μέν πρώτη Ιεραρχία περιέχει τούς αγιωτάτους Θρόνους, τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ˙ η δέ μέση περιέχει τίς Κυριότητες, τίς Δυνάμεις καί τίς Εξουσίες˙ η δέ τελευταία περιέχει τίς Αρχές, τούς Αρχαγγέλους καί τούς Αγγέλους. Οι Θρόνοι, λοιπόν, δηλώνουν, κατά τόν αυτόν Διονύσιον, ότι είναι εξηρημένοι (υπεράνω) από κάθε ταπεινή ελάττωσι καί ότι αναφέρονται υπερκοσμίως πρός τά άνω˙ τά δέ Χερουβίμ φανερώνουν ότι έχουν τό γνωστικόν καί θεοπτικόν καί της υπερτάτης φωτοδοσίας δεκτικόν καί θεωρητικόν, επειδή τό όνομα Χερουβίμ στά Εβραϊκά ερμηνεύεται πλήθος γνώσεως ή χύσις σοφίας˙ ο δέ Χρυσόστομος λέγει˙ Τί γάρ εστί Χερουβίμ; Πεπληθυσμένη γνώσις˙ τά Σεραφίμ δηλώνουν ότι έχουν τό αεικίνητον περί τά θεία καί ακατάληκτον καί τό θερμόν καί οξύ καί υπερζέον, γι’αυτό καί ονομάζονται Σεραφίμ, τό οποίο στά Εβραϊκά σημαίνει Θερμαίνοντας ή Πρηστηρίους˙ ο δέ Χρυσόστομος λέγει˙ Τί δέ Σεραφίμ; Έμπυρα στόματα˙οι Κυριότητες δηλώνουν ότι έχουν κάποια ελεύθερη καί αδούλωτη αναγωγή, εφιεμένην της όντως Κυριότητος καί Κυριαρχίας˙ οι δέ Δυνάμεις σημαίνουν ότι έχουν κάποια αρρενωπόν καί ακατάσειστον ανδρεία σέ όλες τίς θεοειδείς ενέργειες, πού πράττουν˙ οι Εξουσίες φανερώνουν ότι έχουν τήν εύκοσμον καί ασύμφυρτον ευταξία περί τάς θείας υποδοχάς καί τό τεταγμένον της υπερκοσμίου καί νοεράς εξουσιότητος˙ οι Αρχές δηλώνουν τό θεοειδώς αρχικόν καί ηγεμονικόν μετά τάξεως ιεράς˙ οι δέ Αρχάγγελοι φανερώνουν ότι καί πρός τήν υπερούσιον αρχήν αρχικώς επιστρέφουν καί τούς Αγγέλους ενοποιούν, σύμφωνα μέ τίς εύκοσμες καί αόρατες ηγεμονίες τους, στίς οποίες τάχθηκαν˙ Άγγελοι δέ ονομάζονται, γιατί αγγέλουν σ’ εμάς προσεχέστερον τά θελήματα του Θεού. Ο Μ. Βασίλειος στα έργα του έχει τρεις απαριθμήσεις: α) Αρχαί, Εξουσίαι, Δυνάμεις, Θρόνοι, Κυριότητες. β) Θρόνοι, Κυριότητες, Αρχαί, Εξουσίαι, Δυνάμεις, Αγγέλων στρατιαί, Αρχαγγέλων επιστασίαι και γ) Αγγέλων χοροστασίαι, Αρχαγγέλων επιστασίαι, Δόξαι Κυριοτήτων, Προεδρίαι Θρόνων, Δυνάμεις, Αρχαί, Εξουσίαι.»
Τοιχογραφία της Δελφικής Σίβυλλας από τον Μιχαήλ Άγγελο,Καπέλα Σιξτίνα
Σίβυλλα χαρακτηριζόταν οποιαδήποτε γυναίκα διέθετε μαντική ικανότητα και προφήτευε αυθορμήτως, αφού προηγουμένως είχε περιέλθει σε έκσταση. Βασική διαφορά ανάμεσα σε αυτές και τις προφήτιδες των μαντείων είναι ότι οι δεύτερες (π.χ. η Πυθία στο Μαντείο των Δελφών), απαντούσαν σε συγκεκριμένα ερωτήματα, ενώ οι πρώτες προέλεγαν, δίχως να έχουν προηγουμένως ερωτηθεί, συνήθως δυσάρεστα και φοβερά μελλούμενα.
Ο αριθμός των αγγελικών τάξεων ποικίλει στους πρώιμους συγγραφείς της Xριστιανοσύνης: τέσσερις (4) στους Σιβυλλικούς Χρησμούς [Sibylline Oracles, δώδεκα βιβλία με προφητείες, έργο του οποίου η καταγωγή εκτιμάται ως Εβραϊκή και είναι βαθύτατα επηρεασμένο από την χριστιανική παράδοση], έξι (6) στον Ποιμένα του Ερμά [Shepherd of Hermas, έργο του 2ου μ.Χ αιώνα το οποίο υιοθετήθηκε ως κανονικό από ορισμένες τοπικές Χριστιανικές εκκλησίες] και επτά (7) στα έργα του Κλήμη του Αλεξανδρινού και άλλων σπουδαίων θεολόγων. Στον Χριστιανισμό, αυτοί που έχαιραν της μεγαλύτερης προσοχής και σεβασμού ήταν οι τέσσερις άγγελοι που αναφέρονταν στην Παλαιά Διαθήκη και τα Απόκρυφα κείμενα. Ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ έγινε αγαπητός σε πολλούς και η πρακτική της λατρείας του συχνά συγχεόταν με αυτή της επίσης πολεμικής μορφής του Αγίου Γεωργίου.
Ο Ποιμήν του Ερμά, 3ος αιώνας, Ρωμαϊκές Κατακόμβες Έργο του 2ου μ.Χ αιώνα που αποδίδεται στον αποστολικό πατέρα Ερμά, και σώζεται μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο γράφτηκε στη Ρώμη στα Ελληνικά. Αποτελείται από πέντε Οράσεις, δώδεκα Εντολές και δέκα Παραβολές, που βασίζονται σε ουράνιες αποκαλύψεις και προτρέπουν στην μετάνοια.
Η δαιμονολογία, ανανεώθηκε από τον Χριστιανισμό με τρόπο που πιθανόν να είχε γίνει αποδεκτός από τον Ζωροαστρισμό. Ο Σατανάς, ο χειρότερος εχθρός του Χριστού και πολέμιος της σωτηρίας του ανθρώπου· ο Εωσφόρος, ο έκπτωτος κομιστής του φωτός και ο αυθεντικός Χαναανίτης Βααλζεβούβ [Beelzebub, Κύριος των Μυγών ή πιθανόν ο Beelzebul (βεελζεβούλ) Θεός της Κόπρου, τον οποίο είχε μνημονεύσει ο Ιησούς] ονομάστηκαν όλοι τους, διάβολοι.
Ο Ελληνικής καταγωγής όρος διάβολος νοηματοδοτείται από την έννοια των νταίβα του Ζωροαστρισμού, ενώ ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα διαβάλλω [διά+βάλλω]‚ ερμηνευόμενος ως κατήγορος, συκοφάντης ή ψεύτης, μετάφραση η οποία συμπίπτει με αυτή της Εβραϊκής ιδέας του Σατανά. Ως αυτούσια δαιμονική δύναμη ή προσωποποίηση του κακού, η βασική του δράση ήταν να διαβάλλει την κρίση του ανθρώπου με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι ποτέ δυνατόν γι αυτόν να εκπληρώσει το υπεργήινο πεπρωμένο του. Επειδή υπήρχε η πεποίθηση ότι οι δαίμονες κατοικοέδρευαν σε άνυδρους κι εγκαταλελειμμένους τόπους, όπου πεινασμένοι και κουρασμένοι άνθρωποι συχνά βίωναν οπτικοακουστικές παραισθησίες, οι πρώιμοι Χριστιανοί μοναχοί εγκαταστάθηκαν σε ερήμους ώστε να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή της στρατιάς του Θεού στον πόλεμο με τους διαβολείς. Είχε συχνά καταγραφεί η οραματική εμφάνιση του διαβόλου με θελκτική γυναικεία μορφή, παροτρύνοντάς τους να παραβιάσουν τους μοναστικούς όρκους τους περί πνευματικής και σωματικής αγνότητας.
Κατά την διάρκεια ορισμένων περιόδων στην χριστιανική Ευρώπη, κυρίως στον Μεσαίωνα, η λατρεία των δαιμόνων και οι πρακτικές της μαγείας, επέσυραν την οργή της εκκλησίας αλλά και του λαού, εναντίον αυτών που θεωρούνταν ύποπτοι για τελετές επίκλησης του διαβόλου, όπως αυτές της Μαύρης Λειτουργίας. Τα ιερά κείμενα διαβάζονταν ανάποδα ή αναγραμματισμένα, μπροστά σε βωμό που έφερε πάνω του ανεστραμένο σταυρό, μία από τις ορολογίες της δε, το hocus-pocus [(άμπρα κατάμπρα, ξόρκι): συντετμημένη μορφή της φράσης Hoc est corpus meum: τοῦτο ἐστι τό Σῶμα μου, από την ακουλουθία της Θείας Μεταλήψεως ή Ευχαριστίας] διατηρήθηκε από την λαϊκή μαγεία (λευκή ή μαύρη, κατά τη συνήθη διάκριση που εδράζει στα κίνητρα των επικλήσεων) η οποία συνδέθηκε στενά με την δαιμονολογία στη Χριστιανική σκέψη, ιδιαίτερα στη δύση.
Το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, σε συνδυασμό με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το υπερφυσικό, υπήρξαν ενδείξεις αναβίωσης της δαιμονολατρείας και της μαύρης μαγείας, παρόλο που γενικότερα περιορίστηκαν σε μικρές ομάδες πληθυσμού και αποδείχθηκαν αρκετά εφήμερες.
Η αγγελολογία και δαιμονολογία στο Ισλάμ είναι στενά συνδεδεμένη με παρόμοια δόγματα του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Πέρα από τους τέσσερεις κομιστές του θρόνου του Αλλάχ [Allāh: σύμφωνα με το Κοράνι δεν πρόκειται κυριολεκτικά για θρόνο αλλά για σχήμα λόγου. Τα άκρα του εκτείνονται προς κάποιον «άγγελο» ο οποίος αναλαμβάνει κι εκτελεί τις υποθέσεις του. Στη σύγχρονη εποχή πρόκειται για τις τέσσερις «χάρες» Rubûbîyyat, Rahmâniyyat, Rahîmiyyat και Mâlikîyyat], τέσσερις άλλοι άγγελοι είναι πολύ γνωστοί: ο Γαβριήλ [Jibrīl (Gabriel)] άγγελος της αποκάλυψης, ο Μιχαήλ [Mīkāl (Michael)] άγγελος της φύσης ο οποίος προμήθευε υλική και πνευματική τροφή στους ανθρώπους, ο Αζραήλ [ʿIzrāʾīl (Azrael)] ο άγγελος του θανάτου και ο Ισραφήλ [Isrāfīl (Israfil)] άγγελος που τοποθετεί την ψυχή στο σώμα του ανθρώπου και σαλπίζει προαναγγέλοντας την αυγή της Ημέρας της Κρίσεως. Οι δαίμονες πασχίζουν κι εδώ (στην θρησκεία του Ισλάμ) να ελέγξουν τις ζωές των ανθρώπων, με εξέχουσες προσωπικότητες αυτή του Διαβόλου Ιμπλίς [Iblīs (Iblis)] ο οποίος παραπλανά τους θνητούς, ή αυτή του Σατανά [Shayṭan (Satan)].
Όπως ειπώθηκε παραπάνω, το αγγελικό έργο στις θρησκείες της ανατολής διεκπεραίωναν οι αβατάρα (avatāras), οι μποντισάτβα (bodhisattvas) και άλλες αιθέριες υπάρξεις, προεκτάσεις του θεού. Η πίστη σε δαίμονες ήταν και εξακολουθεί να είναι αρκετά διαδεδομένη, επηρεάζοντας διάφορες θρησκευτικές τελετές και πρακτικές που αποσκοπούν στην εξουδετέρωση των δυνάμεων που εχθρεύονται την φύση και τον άνθρωπο.
Στον Ινδουισμό, οι ασούρα (asuras: οι αχούρα του Ζωροαστρισμού) είναι οι δαίμονες που μάχονται τους θεούς ντέβα (devas). Αμφότεροι ανταγωνίζονταν για το χόμα [homa ή αμρτά (amṛta): το ιερό ποτό που δίνει δύναμη], αλλά ο θεός Βισνού [Viṣṇu: ο προστάτης], ενσαρκώθηκε σε όμορφη γυνάικα [Μοχίνι, Mohinī] και βοήθησε τους θεούς να το πιούν μόνο αυτοί, ώστε να εξουσιάζουν τους δαίμονες.
Ανάμεσα στις διάφορες τάξεις των Ινδών δαιμόνων ασούρα (asuras), βρίσκονται οι νάγκα (nāgas) δαίμονες με τη μορφή φιδιού, ο Άχι [Ahi: δαίμων της ξηρασίας] και ο αρχιδαίμονας Καμσά (Kaṃsa). Σε αυτούς που πλήττουν τους ανθρώπους περιλαμβάνονται οι ρακσάσα [(rākṣasas) αλλόκοτα και βδελυρά πολυπρόσωπα όντα τα οποία συχνάζουν σε χώρους νεκροταφείων, παρακινούν ανθρώπους να συμπεριφέρονται ανόητα κι επιτίθενται σε αγίους (sadhus)] και οι πισάκα (piśacas) οι οποίοι στοιχειώνουν μέρη όπου έχουν συμβεί βίαιοι θάνατοι.
Οι Βουδιστές συνηθίζουν να θεωρούν τους δαίμονες της θρησκείας τους δυνάμεις που εμποδίζουν τον άνθρωπο να επιτύχει τη νιρβάνα (Nirvāṇa: μακαριότητα ή εξάλειψη της επιθυμίας). Σε τέτοιου είδους όντα συναντούμε τον Μάρα (Māra), πανούργο εκμαυλιστή, που μαζί με τις θυγατέρες του, Ράτι (Rati: Επιθυμία), Ράγκα (Rāga: Ηδονή) και Τάνα (Tanhā: Ανησυχία), αποπειράθηκαν ν᾽ αποτρέψουν την Φώτιση του Βούδα Σιντάρτα Γκαουτάμα (Siddhārtha Gautama).
Με την εξάπλωση της Μαχαγιάνα [Mahāyāna: Greater Vehicle: Μέγα Όχημα, ένα από τα δύο σημαντικά παρακλάδια του Βουδισμού] στο Θιβέτ, στην Κίνα και στην Ιαπωνία, πολλοί από τους δαίμονες των τοπικών λαϊκών θρησκειών, ενσωματώθηκαν στις βουδιστικές δοξασίες. Οι δαίμονες των κινεζικών θρησκειών, κουέι-σεν (guei-shen) φέρουν όλα τα προσωπεία της φύσης. Εκτός απ᾽αυτούς υπάρχουν τελώνια, νεράιδες και φαντάσματα. Η επικρατούσα πεποίθηση ότι οι δαίμονες απέφευγαν το φώς, οδήγησε τους Κινέζους, οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από τον Ταοϊσμό και τη λαϊκή παράδοση, ν᾽ ανάβουν φωτιές, να χρησιμοποιούν κροτίδες και πυρσούς για να τους απομακρύνουν.
Tengu and a Buddhist monk, by Kawanabe Kyōsai. The tengu wears the cap and pom-pommed sash of a follower of Shugendō.
Οι ιαπωνικές θρησκείες έχουν, όπως και οι κινεζικές, πλήθος δαιμόνων τους οποίους ο άνθρωπος οφείλει ν᾽ αντιμετωπίσει. Από τους πλέον τρομακτικούς δαίμονες των Ιαπώνων είναι οι όνι (oni, κακόβουλα πανίσχυρα πνεύματα) και οι δασόβιοι τένγκου (tengu, πνεύματα που κυριεύουν τον άνθρωπο και χρήζουν εξορκισμού από ιερείς).
Τα ασώματα όντα των πρωτόγονων θρησκειών στην Ασία, Αφρική, Ωκεανία και Αμερική θεωρούνται γενικότερα ως αγαθά ή μοχθηρά, αναλόγως των περιστάσεων και όχι εξαιτίας καθαυτής της φύσης τους. Ο Εσού (Eshu) θεότητα —στην υπηρεσία του υπέρτατου θεού Ίφα (Ifa) ως μεσολαβητής ουρανού και γης— των Γιορούμπα της Νιγηρίας για παράδειγμα, εκλαμβανόταν ως προστατευτικό καλοπροαίρετο πνεύμα αλλά και ως δύναμη του κακού ή οποία θα μπορούσε να στραφεί εναντίον των εχθρών κάποιου. Αυτές οι υπάρξεις χαίρουν του πλεονεκτήματος να είναι κύριοι της πολυσχιδούς υπερφυσικής δυναμης που αποκαλείται μάνα (mana: όρος των Μελανησίων) ικανή να κατακτάται από πνεύματα και ανθρώπους σε κατάσταση έκστασης [άμβλυνση συνείδησης και απόσπαση από την πραγματικότητα —τα στενά περιθώρια της ατομικότητας— ή να αποδίδεται ακόμη και σε άψυχα αντικείμενα] με σκοπό την απόκρυφη ένωση με την Υπερβατική οντότητα, όπως οι σαμάνοι.
Μογγόλος Σαμάνος
Σύγχρονη ορθόδοξη αγγελολογία Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη
Ο Διονύσιος ταξινομεί τους ουράνιους Νόες σε τρεις τριάδες και σε κάθε τριάδα υπάρχουν τρεις τάξεις Νόων (αγγέλων) των οποίων τα ονόματα έχουν σχέση με τις Θείες ιδιότητες. Οι αγγελικές τάξεις μεταδίδουν το θείο Φως η μια στην άλλη έως ότου φτάνει σε μας και μας φωτίζει σύμφωνα με τις διάφορες ικανότητες μας. Αυτοί απεκάλυπταν προφητικώς ιερά παραγγέλματα ή απόκρυφα οράματα υπερκοσμίων μυστηρίων ή τέλος θείες προρρήσεις
Οι ουράνιοι άγγελοι έχουν κατευθείαν σχέση με κάθε μια ψυχή ξεχωριστά. Με τη δική τους βοήθεια το πνεύμα του ανθρώπου ελευθερώνεται από τα υλικά δεσμά και γνωρίζει την πραγματική αιτία της ύπαρξης. Όσο περισσότερο φωτίζεται η ψυχή τόσο πιο πολύ βρίσκει το σκοπό της ύπαρξής της και έρχεται εγγύτερα στον τελικό στόχο της: το «καθ’ ομοίωσιν». Ο Διονύσιος λέει: «Το μυστήριο της θείας φιλανθρωπίας του Ιησού πρώτοι οι άγγελοι το πληροφορήθηκαν κι έπειτα η χάρη της γνώσεως πέρασε σε μας διά μέσου αυτών. Ο Γαβριήλ διαφώτισε τον αρχιερέα Ζαχαρία και έπειτα την Παρθένο Μαρία. Άλλος άγγελος δίδαξε τον Ιωσήφ· και άλλος έφερε την καλή αγγελία στους ποιμένες. Εκείνοι δε ζώντας μακρυά από τα πλήθη και μέσα στην ησυχία, καθάρισαν την ψυχή τους, δέχτηκαν το μήνυμα και μαζί με πλήθος ουράνιας στρατιάς παρέδωσαν στους επί της γης την πολυύμνητη δοξολογία».
Ο Διονύσιος περιγράφει αναλυτικά την Ουράνια Ιεραρχία. Η πρώτη τάξη σχηματίζεται από τα Σεραφίμ, τα Χερουβίμ και τους Θρόνους. Όλοι αυτοί στέκουν πολύ κοντά στο θρόνο του Θεού όπως τους είδαν ο Ησαΐας και ο Ιεζεκιήλ. Τα «Σεραφίμ» ονομάζονται και «θερμαστές και θρόνοι και έκχυση σοφίας· ονόματα που αποκαλύπτουν τις θεοειδείς ιδιότητές τους». Η θερμή έκχυση της αγάπης τους κατακαίει ό,τι τυχόν βρεθεί ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, και ενισχύει τον άνθρωπο να φτάσει στα ύψη της προσωπικής του τελειότητας. Η ονομασία των «Χερουβίμ» φανερώνει την ικανότητα να γνωρίζουν και να βλέπουν το Θεό, να δέχονται από Εκείνον το φως και τη σοφία και να παρέχουν αυτά τα δώρα άφθονα σε όσους είναι έτοιμοι να τα δεχτούν. Τέλος το όνομα των υψηλών «Θρόνων» διδάσκει ότι είναι τελείως ξένα προς κάθε γήινο και χαμηλό και τείνουν πάντα προς τα υπερκόσμια, πάνω από κάθε κατώτερο. Η δεύτερη τάξη είναι οι Κυριότητες, οι Δυνάμεις και οι Εξουσίες. Η ονομασία «Κυριότητες» δηλώνει μια κατάσταση αδούλωτη και ελεύθερη από κάθε «πεζή χαμέρπεια» και δεν έχει καμιά σχέση με τυραννία και δουλοπρέπεια.
Είναι ανένδοτη σε κάθε άρνηση και επιθυμεί την πραγματική κυριότητα και κυριαρχία. Είναι πάντα στραμμένη ολοκληρωτικά όχι σε ό,τι μάταιο που φαίνεται κυρίαρχο, αλλά προς τον πραγματικά κυρίαρχο, το Θεό. Το όνομα «Δυνάμεις» δηλώνει μια ακλόνητη και αρρενωπή ανδρεία σε όλες τις θεοειδείς ενέργειες αυτής της τάξης. Δεν πέφτει ποτέ σε αδράνεια και ανεβαίνει διαρκώς προς τη θεομίμηση. Τέλος το όνομα «Εξουσίες» δηλώνει την κοινή θέση αυτής της τάξης με τις θείες Κυριότητες και Δυνάμεις. Έχει, η τάξη αυτή, μια αρμονική και ασύγχυτη υποδοχή των θείων δώρων και ανυψώνει προς το αγαθό τους κατωτέρους της.
Ας δούμε και την τρίτη τάξη της Ουράνιας Ιεραρχίας που την απαρτίζουν οι αγγελικές ιεραρχίες: Αρχές, Αρχάγγελοι και Άγγελοι. «Αρχές» σημαίνει τη θεϊκή αρχή, την ηγεμονικότητα μαζί με την ιερή, ταιριαστή στις αρχικές δυνάμεις, τάξη. Το όνομα των αγίων «Αρχαγγέλων» δηλώνει ότι η τάξη τους είναι ομοταγής με τις ουράνιες Αρχές και μετέχει εξ ίσου και στην τάξη των Αγγέλων. Μέσω των Αρχών στρέφονται οι Αρχάγγελοι προς την υπερούσια Αρχή, το Θεό και μέσω των Αγγέλων φανερώνουν σε μας τη θεία βούληση. Αυτοί – στην Αποκάλυψη του Ιωάννου – φέρνουν τη θεϊκή Σφραγίδα που σφραγίζει την ψυχή με τον ζώντα Λόγο του Θεού. Οι «Άγγελοι» συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν όλες τις τάξεις των Ουρανίων Νόων. Ονομάζονται Άγγελοι αφού είναι τα αποστελλόμενα πνεύματα προς διακονίαν των ανθρώπων. Μέσω αυτών γίνεται ευκολότερη η κοινωνία και η ένωση μετά του Θεού. Η Γραφή αποδίδει στους Αγγέλους τη φροντίδα για τη δική μας ζωή ονομάζοντας άρχοντα του λαού των Ιουδαίων τον Μιχαήλ και άλλους αγγέλους άρχοντες άλλων λαών. Διότι, όπως λέει στη Γραφή ο «Ύψιστος ώρισε τα σύνορα των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων». Όλα τα πνευματικά όντα της Ουράνιας Ιεραρχίας έχουν πραγματική υπόσταση και καθιερώθηκε να ονομάζονται άγγελοι. Ο Διονύσιος λέει: «θα μπορούσα, όχι χωρίς λόγο, να προσθέσω ότι κάθε ουράνιος και ανθρώπινος νους κατέχει και καθεαυτόν ιδιαίτερες τάξεις και δυνάμεις, πρώτες και μεσαίες και τελευταίες…». Ο καθένας γίνεται, όσο του είναι αυτό επιθυμητό και δυνατό, μέτοχος της τελειότητας κατά τη θεία Χάρη. Όσα νοερά και λογικά όντα στρέφονται ολοκληρωτικά προς την τελειότητα αυτή, κατά τη δύναμή τους, θεούνται δηλαδή γίνονται, σύμφωνα με τη γραφική ρήση, «θεοί κατά χάριν». Ο άγγελος φύλακάς μας δίνεται ακριβώς για να πορευτούμε προς αυτή την τελειότητα.
Απόσπασμα του έργου: Αλεξάνδρας Μοναχής, «Οι Άγγελοι. Μια ζωντανή παρουσία». Εκδ.: Έλαφος Σύναξη Νέων Παλαιοχωρίου Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως
Ημέρα της κρίσης
Σύγχρονη Ορθόδοξη δαιμονολογία
Αρχίζοντας τον λόγο μας για την δαιμονολογία, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο διάβολος υπάρχει, είναι προσωπική ύπαρξη ως πεπτωκός άγγελος. Αυτό το τονίζουμε, διότι ο διάβολος έχει καταφέρει να μας πλανέψει, βάζοντας στο νου μας τη σκέψη ότι δεν υπάρχει. Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε σε προσωπικό, όχι απρόσωπο Θεό. Δεν πιστεύουμε σε μια αόριστη ανώτερη δύναμη, γιατί ανώτερη δύναμη είναι και ο Σατανάς, ο διάβολος και τα δαιμόνια, τα οποία πιστεύουν μεν στον Τριαδικό Θεό, τον οποίο αναγνωρίζουν ως δημιουργό τους, αλλά φρίττουν. Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε σε συγκεκριμένη ανώτερη δύναμη, που είναι ο προσωπικός Άγιος Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, αλλά δεν φρίττουμε. Τον λατρεύουμε, τον προσκυνούμε, τον δοξολογούμε, τον παρακαλούμε, τον ευχαριστούμε, τον κοινωνούμε με Άχραντα Μυστήρια.
Η λέξη «διάβολος» προέρχεται από την πρόθεση «διά» και το ρήμα «βάλλω» και σημαίνει κατηγορώ, συκοφαντώ, ψεύδομαι. Ο διάβολος είναι ο πρώτος εισηγητής της αμαρτίας, ο πρωταίτιος της αμαρτίας, είναι ο ίδιος αυτοαμαρτία, ο οποίος «αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ». Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι ο διάβολος είναι ο εισηγητής της άνεσης. Ο διάβολος είναι μεγάλος «θεολόγος». Γνωρίζει την Π.Δ. και την Κ.Δ., τα Πατερικά συγγράμματα, τους Ιερούς Κανόνες και τις αποφάσεις των αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Κάνει νηστείες, αγρυπνίες. Έχει όμως υπερηφάνεια, πονηρία και αμετανοησία. Δεν έχει πνευματική διάκριση, δηλ. επίγνωση του εαυτού του, αλάνθαστη αίσθηση του όντως αγαθού Θεού και φωτισμό των σκοτεινών σημείων του. Ο διάβολος δεν θέλει όλοι οι άνθρωποι να γνωρίσουν την αλήθεια εν Χριστώ και εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Είναι ο χειρότερος εχθρός και πολέμιος της σωτηρίας του ανθρώπου.
Για τόν Εωσφόρο κάνει λόγο καί ο προφήτης Δαυίδ στό ψαλτήριον˙ «Υμείς δέ ως άνθρωποι αποθνήσκετε καί ως εις των αρχόντων πίπτετε». Γιατί κι αυτός άρχων ήταν του αγγελικού τάγματος, αλλά επειδή υπερηφανεύθηκε, γι’αυτό καί εξέπεσε. Ο δέ προφήτης Ησαΐας λέγει γι’αυτόν τό εξής˙ «Πώς εξέπεσεν εκ του ουρανού ο Εωσφόρος ο πρωΐ ανατέλλων; Συνετρίβη εις τήν γήν ο αποστέλλων πρός πάντα τά έθνη; Σύ είπας εν τη διανοία σου˙ Εις τόν ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τόν θρόνον μου καί έσομαι όμοιος τω Υψίστω˙ νυν δέ εις τόν Άδην κάθεται καί εις τά θεμέλια της γης». Καί ο Κύριος στό κατά Λουκάν άγιον Ευαγγέλιον λέγει˙ «Εθεώρουν τόν Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα».
Μερικοί διδάσκαλοι προσαρμόζουν στήν πτώση αυτή του εωσφόρου καί των δαιμόνων καί στήν ανδραγαθία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ τά ρητά εκείνα της Αποκαλύψεως, τά οποία λένε˙ «Καί εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ, ο Μιχαήλ καί οι άγγελοι αυτού επολέμησαν μετά του δράκοντος καί ο δράκων επολέμησε καί οι άγγελοι αυτού καί ουκ ίσχυσαν, ούτε τόπος ευρέθη αυτών έτι εν τω ουρανώ. Καί εβλήθη ο δράκων ο μέγας, ο όφις ο αρχαίος ο καλούμενος διάβολος καί ο σατανάς, ο πλανών τήν οικουμένην όλην, εβλήθη εις τήν γην καί οι άγγελοι αυτού μετ’αυτού εβλήθησαν». Δηλαδή καί έγινε πόλεμος στόν ουρανό, όπου ο δράκων μέ τήν ειδωλολατρεία προσπάθησε νά στήσει τόν θρόνο του, εξαλείφοντας από τίς διάνοιες των ανθρώπων τήν πίστη καί τήν λατρεία του ενός καί μόνου αληθινού Θεού· καί ο Μιχαήλ καί οι άγγελοι, πού εκτελούσαν τίς διαταγές του, ήλθαν νά πολεμήσουν μέ τόν δράκοντα. Καί ο δράκων πολέμησε καί οι άγγελοί του μαζί του. Καί δέν υπερίσχυσαν, αλλά η ήττα του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δέν βρέθηκε πλέον θέση γι’αυτόν στόν ουρανό. Καί ρίφθηκε ο δράκων ο μεγάλος, ο παλαιός όφις, πού παρέσυρε τούς πρωτοπλάστους στήν παράβαση, ο καλούμενος διάβολος καί ο σατανάς, ο οποίος πλανά όλη τήν οικουμένη. Ρίφθηκε στήν γη καί οι σκοτεινοί άγγελοί του ρίφθηκαν καί αυτοί μαζί μ’αυτόν.
Λέει καί ο κορυφαίος Απ. Πέτρος˙ «Ει γάρ ο Θεός Αγγέλων αμαρτησάντων ουκ εφείσατο, αλλά σειραίς ζόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εις κρίσιν τετηρημένους», δηλαδή διότι, εάν ο Θεός ακόμη καί τούς αγγέλους, όταν αμάρτησαν, δέν λογάριασε, αλλά αλυσοδεμένους στό σκότος, τούς έρριξε στόν τάρταρο καί τούς παρέδωσε νά φυλάττονται γιά νά δικασθούν κατά τήν ημέρα της κρίσεως. Αλλά καί ο Απ. Ιούδας λέει˙ «Αγγέλους τε τούς μή τηρήσαντας τήν εαυτών αρχήν, αλλ’απολιπόντας τό ίδιον οικητήριον, εις κρίσιν μεγάλης ημέρας δεσμοίς αϊδίοις υπό ζόφον τετήρηκεν», δηλαδή καί τούς αγγέλους, πού δέν φύλαξαν τό υψηλό τους αξίωμα, αλλά εγκατέλειψαν τήν ουράνια κατοικία καί ζωή τους, τούς έχει φυλάξει γιά νά δικασθούν κατά τήν μεγάλη ημέρα της παγκοσμίου Κρίσεως δεμένους κάτω από πνευματικό σκοτάδι καί παντελή άγνοια της θείας Χάριτος καί αληθείας μέ δεσμά αιώνια, πού δέν θά συντριβούν ποτέ.
Ο Θεοδώρητος λέει πως ο εωσφόρος καί οι άγγελοί του εξέπεσαν από όλες τίς τάξεις των αγγέλων, συμπεραίνοντας αυτό από τό λόγιο του Απ. Παύλου, τό οποίο λέει : «Ουκ έστιν ημίν η πάλη πρός αίμα καί σάρκα, αλλά πρός τάς αρχάς, πρός τάς εξουσίας». Δηλαδή διότι πραγματικά δέν έχουμε νά παλαίψουμε μέ αντιπάλους ομοίους μας, μέ αίμα καί σάρκα, σάν τήν δική μας, αλλά η πάλη καί ο πόλεμός μας είναι πρός τίς αρχές, πρός τίς εξουσίες. Νά τί λέει κατά λέξη: «Εκ των αγίων ήσαν ταγμάτων οι πονηροί δαίμονες, αλλά καί διά πονηρίαν της τάξεως εκείνης εξέπεσαν. Έχουσι δέ καί νυν τάς προσηγορίας εις έλεγχον της βδελυρίας». Συμφωνεί σ’αυτό καί ο θείος Ιερώνυμος, ότι δηλαδή οι εκπεσόντες άγγελοι εξέπεσαν όχι από ένα τάγμα, αλλά από πολλά. Βεβαιώνει αυτόν τόν λόγο του από τό παραπάνω ρητό του μεγάλου Παύλου.
Όμως, ο θεοφόρος Μάξιμος καί ο Δαμασκηνός Ιωάννης υποστηρίζουν ότι μόνο από τήν ενάτη τάξη των αγγέλων έπεσαν όσοι άγγελοι έπεσαν. Ο ιερός Χρυσόστομος αποκαλεί τόν εωσφόρο πρώτον των αγγέλων καί λέει ότι αυτός εκτραχηλίσθηκε από τόν αγγελικό κολοφώνα. Μέ τόν ιερό Χρυσόστομο συμφωνεί τόσο ο ιερός Αυγουστίνος όσο καί ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος. Ο Ιερώνυμος εκλαμβάνει τόν εωσφόρο ως ανώτατον πάντων των αγγέλων. Ο Τερτυλλιανός τόν θεωρεί ως εξέχοντα καί σοφώτατον πάντων καί ότι ο εωσφόρος εξέπεσε από τό τάγμα των Σεραφίμ, παρ’όλο πού ο θείος Μάξιμος καί ο Δαμασκηνός Ιωάννης τόν θεωρούν ως πρώτο της ενάτης τάξεως των αγγέλων.
Τότε στήν πτώση του εωσφόρου έγινε πόλεμος στόν ουρανό, κατά τήν ιερά Αποκάλυψη. Γι’αυτό κάθε τάξη καί αρμονία των υπερκοσίων ουσιών συνεχύθη καί ανεστράφη, καθότι έπεσαν καί από τά ανώτερα του Αρχαγγελικού τάγματος, από τό οποίο ήταν καί ο Μιχαήλ. Επειδή, λοιπόν, τα ανώτερα Αρχαγγελικά τάγματα αντέστρεψαν τήν τάξη και αντί νά μυήσουν καί νά φωτίσουν τά κατώτερα τάγματα στό αγαθό, τά μύησαν στό κακό καί τά σκότισαν, γι’αυτό ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, αφού στάθηκε στήν οικεία τάξη του αγαθού, μύησε τίς ανωτέρω αρχές καί εξουσίες νά μείνουν στήν τάξει του αγαθού, στήν οποία κτίσθηκαν. Λοιπόν, τί άτακτο ή άτοπο ακολουθεί, αν ο κατώτερος Μιχαήλ, πού έμεινε στό αγαθό, βλέποντας τίς ανωτέρω αρχές καί εξουσίες νά εκπίπτουν από τό αγαθό, τίς μύησε καί τίς δίδαξε νά μένουν στό αγαθό; Βεβαίως κανένα. Καί στή δική μας ιεραρχία, όταν ο ιερεύς καί ο ιεράρχης ατακτούν καί κακώς φρονούν, καί διάκονος καί μοναχός, πού ευτακτούν καί φρονούν ορθώς, μπορούν νά τούς νουθετήσουν καί νά τούς ευτακτήσουν, καθώς πάμπολλα παραδείγματα υπάρχουν.
Η δύναμη του διαβόλου έχει καταργηθεί με τον Σταυρικό θάνατο του Χριστού. Όπως λέει ένας άγιος της Εκκλησίας μας το σώμα του διαβόλου έχει νεκρωθεί ολοκληρωτικά και τελεσίδικα. Μένει όμως μόνο η ουρά του ενεργή. Επιτρέπει ο Θεός να υπάρχει η ουρά του διαβόλου για περισσότερο αγώνα και δοκιμή των ανθρώπων και για μεγαλύτερο ουράνιο μισθό και στεφάνια. Επίσης, η ύπαρξη του διαβόλου ωφελεί τους ανθρώπους, διότι γνωρίζοντας ότι οι εχθροί μας είναι ακόμη ζωντανοί και μας πολεμούν, δεν κοιμόμαστε και αμελούμε, αλλά παραμένουμε ξύπνιοι και προσεκτικοί. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος κάνει λόγο για την κοροϊδία, το ξεγέλασμα του διαβόλου. Τρία πράγματα, λέει, διέφυγαν της προσοχής του διαβόλου : α) η παρθενία της Μαρίας, β) η σύλληψη του Κυρίου και γ) η Σταύρωση.
Ο διάβολος προσβάλλει τους ανθρώπους με τους λογισμούς, τους οποίους ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει την πνευματική διάκριση να μην ανοίγει διάλογο μαζί τους, να τους αντικρούει και να μην συγκατατίθεται. Συνήθως ο διάβολος επιτίθεται στον άνθρωπο με τα δαιμόνια-πάθη της καταλαλιάς και της κατακρίσεως, της ύβρεως, του φθόνου, του ψεύδους, του θυμού και της οργής, της υπερηφανείας, της βλασφημίας, της μωρολογίας και φλυαρίας, του τόκου και του δόλου, της οκνηρίας και του ύπνου, της φιλαργυρίας, της μέθης, της μνησικακίας, της μαγείας και γοητείας, της γαστριμαργίας, της ειδωλολατρείας, της αρσενοκοιτίας, της χρωματοπροσωπίας, της μοιχείας και πορνείας, του φόνου, της κλοπής, της ασπλαγχνίας, του σχίσματος και της αιρέσεως. Η πνευματική εγρήγορση του ανθρώπου έναντι των ανωτέρω παθών επιτυγχάνεται κυρίως με την Χάριν του Θεού και με την προσοχή του εαυτού μας, την προσευχή, την μετάνοια, την εξομολόγηση, την μετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, ιδίως στο υπερφυές μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Κυρίου, με την ταπείνωση. Αυτά είναι τα κλειδιά της νήψεως.
Τρία πράγματα φοβάται περισσότερο ο διάβολος : το βάπτισμα, τον Σταυρό και την Θεία Κοινωνία Το πόσο σημαντική είναι για τον πνευματικό μας αγώνα η αρετή της ταπείνωσης, φαίνεται από το εξής περιστατικό του Μ. Αντωνίου : «Είδον εγώ τας παγίδας του διαβόλου απλωμένας επί πάσαν την γην. Και ηρωτήθην : Τις δύναται εκφυγείν από τας παγίδας του διαβόλου; Και ήκουσα φωνήν λέγουσά μοι : Ο ταπεινός». Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνούμε ότι ο διάβολος, προκειμένου να μας παρασύρει, να μας πλανέψει, ώστε να μας οδηγήσει στην υπερηφάνεια και την απώλεια «μετασχηματίζεται ακόμη και εις άγγελον φωτός». Παίρνει τη μορφή φωτεινού αγγέλου, ακόμη και αγίων και της Παναγίας και του ιδίου του Χριστού.
Απόσπασμα από το άρθρο «Αγγελολογία – Δαιμονολογία» Πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Αγγελακόπουλος Εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς
Οι Δώδεκα Ολύμπιοι, έργο του Monsiau, 18ος αιώνας
Αρχαία Ελλάδα
«Θεών τε ταν υπερτάταν, Γαν» (Και τη θεά την υπέρτερη, τη Γη) Σοφοκλής, Αντιγόνη
Οι θεοί της αρχαίας Ελλάδας δεν δημιουργήσαν το Σύμπαν αλλά γεννήθηκαν μέσα σ᾽αυτό, από την ένωση Ουρανού και Γης. Τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά στοιχεία, συστατικά αυτού που ονομάζουμε θρησκεία, είναι το δόγμα [σύνολο αντιλήψεων καθορισμένων άπαξ και δια παντός] και η λατρεία [πρακτική εφαρμογή του δόγματος μέσω τελετουργιών επίσης καθορισμένων ρητά και αμετάκλητα]. Η διατήρηση του δόγματος και η πρακτική της λατρείας έχουν ως υπηρέτες και εκτελεστές, ανθρώπους ειδικούς, τους ιερείς. Αρχικά, εκείνο που πρέπει να κατανοηθεί καλώς, είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να μοιάζει με δόγμα ή λατρεία, όπως ορίστηκαν παραπάνω, ούτε ιερά βιβλία και γραφές (όπως για παράδειγμα Βίβλος, Κοράνι).
Στο ζήτημα των ιερέων δε, πέρα από πολύ σπάνιες εξαιρέσεις εξαιρέσεις, όπως η οικογένεια των Ασκληπιαδών (γιατροί, απόγονοι του Ασκληπιού) και των Ευμολπιδών (Ελευσίνια μυστήρια) δεν υπήρχε κάστα ιερωμένων αποτελούμενοι από εξουσιοδοτημένους ιερείς. Όπως και οι υπόλοιποι αξιωματούχοι, οι Αθηναίοι ιερείς εξελέγοντο με εκλογές, ήταν αντικαταστατοί (εκτός των δια βίου εκλεγμένων όπως η Πυθία στους Δελφούς) και είχαν υποχρεώσεις στρατιωτικές και πολιτικές όμοιες με των άλλων πολιτών.
Οι θυσίες [(σπονδές, με την έννοια της αφιέρωσης αποστερούμενων αγαθών (ζώων) όπως επίσης την καθοσίωση (τιμητική προσφορά έργων τέχνης)] προς τους θεούς γίνονταν κατά τη διάρκεια μεγάλων τελετών δημόσιας λατρείας με καλλιτεχνικές παραστάσεις, τραγούδια και χορούς από τις οποίες απουσίαζαν τα προκαθορισμένα πρότυπα. Διέπονταν από κάποιου είδους πλαστικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε. Οι θύτες για παράδειγμα, επιλέγονταν αναλόγως της εξάσκησής τους στη σφαγή και τον τεμαχισμό των ζώων. Αυτό που ίσχυε σε άλλες αρχαίες αλλά και σύγχρονες κοινωνίες, με επίσημα αναγνωρισμενες θρησκείες, απλά δεν υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα.
Στα δύο αποσπάσματα της σύγχρονης Ελληνικής γραμματείας που ακολουθούν, αναδεικνύονται κάποια από τα ξεχωριστά και κάποιες φορές μοναδικά χαρακτηριστικά της αρχαίας Ελληνικής θρησκευτικότητας, με σκοπό τον προβληματισμό και την περαιτέρω μελέτη του θέματος.
Θυσία ήταν η τελετουργική πράξη που καθαγίαζε τη θανάτωση έμψυχων ζώων και εξάγνιζε την κοινωνία. Οι μοναδικοί τρόποι αφαίρεσης ζωής με τους οποίους μπορούσε να φαγωθεί νόμιμα κρέας στην αρχαία Ελλάδα ήταν δύο: η θυσία και το κυνήγι – ένα είδος άγριας θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης. Κάθε άλλη θανάτωση ζωντανού έμοιαζε με ανόσιο φόνο.
Θηριόμορφες και τερατόμορφες θεότητες εξακολούθησαν να λατρεύονται στην Ελλάδα μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, οι κατεξοχήν Ελληνικοί θεοί παρουσιάστηκαν στην ποίηση και την τέχνη, δηλαδή στο συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων, με ανθρώπινη μορφή. Ήταν βέβαια πιο λαμπροί, πιο ωραίοι και πιο δυνατοί από τους ανθρώπους και επίσης αθάνατοι. Στα ανάγλυφα και την αγγειογραφία παρουσιάζονται πάντοτε ψηλότεροι από τους θνητούς. Στον ανθρωπομορφισμό των θεών αντιστοιχούσε ο δυνητικός θεομορφισμός των ανθρώπων.
Οι περισσότεροι θεοί ήταν κοινοί για όλους. Κάθε περιοχή όμως ή πόλη προσηλωνόταν σε ορισμένες θεότητες με μεγαλύτερη αφοσίωση και τους χάριζε ειδικά λατρευτικά επίθετα – περίπου όπως συμβαίνει σήμερα με τους αγίους και την Παναγία. Η πόλις είχε τον προστάτη της ήρωα ή θεό, τις δικές της γιορτές και τους δικούς της ιερούς κανόνες. Το Άργος λάτρευε πρωτίστως την Ήρα, η Κόρινθος τον Απόλλωνα, η Αθήνα την Αθηνά. Η Αθηνά Χαλκίοικος, ο Απόλλων Κάρνειος και η Άρτεμις Ορθία ήταν οι τρεις βασικές θεότητες της Σπάρτης.
Τα Θεσμοφόρια, μια γυναικεία γιορτή αφιερωμένη στη Δήμητρα όπου απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή ανδρών, μαρτυρούνται σε πολλές πόλεις, αλλά όχι σε όλες. Η λατρεία του Ήλιου, αντίθετα, ήταν το ιδιάζον χαρακτηριστικό της δωρικής Ρόδου. Άλλα νησιά του Αιγαίου τιμούσαν το ηλιακό φως με τη μορφή του Απόλλωνα. Η πολυμορφία χαρακτήριζε τη θρησκεία, όπως και τόσους άλλους τομείς.
Η λατρεία ήταν σε μεγάλο βαθμό υπόθεση κοινωνική, μολονότι υπήρχαν και τελετές καθαρά ιδιωτικού χαρακτήρα. Αν και δεν εξαφανίστηκαν οι πατροπαράδοτες λατρείες που αποτελούσαν προνόμιο κάποιων ισχυρών οικογενειών, το μεγαλύτερο μέρος των ιερατικών καθηκόντων των παλαιών γενών μεταβιβάστηκε σταδιακά στο σώμα των πολιτών. Η πόλη στο σύνολό της ήταν πλέον υπεύθυνη για τη δημόσια λατρεία, για τις θυσίες, τις πομπές, τους ναούς – και τις αναγκαίες δαπάνες. Οι πολυτελείς ναοί, το κορυφαίο επίτευγμα της Ελληνικής μνημειακής αρχιτεκτονικής, ήταν δική της υπόθεση.
Οι σεληνιακοί μήνες του πολιτικού ημερολογίου έπαιρναν το όνομα τους από τη βασική εορτή ή θεότητα του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος. Φυσικά ούτε στο θέμα αυτό υπήρξε ομοφωνία, αφού οι εορτές διέφεραν από τόπο σε τόπο. Διαφαίνεται ωστόσο μια γενική ανταπόκριση ανάμεσα στις ιερές τελετές και τον ετήσιο κύκλο των εποχών και της βλάστησης. Με τον τρόπο αυτό η πολιτική θρησκεία, προϊόν πολιτισμού η ίδια, ήταν στενά δεμένη με τη φύση – ή μάλλον συντονισμένη στους ρυθμούς της.
Κάθε επισφαλής τομέας της ανθρώπινης ζωής, όπως η γέννηση, η ενηλικίωση, ο γάμος, ο πόλεμος και ο θάνατος, είχε τον δικό του έφορο θεό – όχι τον ίδιο παντού και πάντοτε. Κάποτε μάλιστα συνεργάζονταν πολλές θεότητες για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τον τοκετό, για παράδειγμα, τον προστάτευαν τουλάχιστον τρεις γυναικείες θεότητες: η Ειλείθυια, η Ήρα Τελεία και η Άρτεμις Λοχία. Αφηρημένες έννοιες, όπως η Νίκη, ο Ίμερος (ερωτικός πόθος), η Ειρήνη, η Φήμη και το Γέλιο, μπορούσαν επίσης να προσλάβουν θεϊκές τιμές και να γίνουν το αντικείμενο δημόσιας λατρείας.
Είτε επρόκειτο για μια ιερή πομπή που κόμιζε στην τιμώμενη θεότητα ένα νέο ένδυμα, όπως στα Παναθήναια, είτε για θυσία, είτε για οποιοδήποτε άλλη τελετή, ανοιχτή σε όλους ή περιορισμένη σε κάποιες ηλικιακές ομάδες, η αρχαιοελληνική λατρεία ήταν κάτι που συνέβαινε στο ύπαιθρο, κάτω από τον καυτό ήλιο, τη σελήνη, τα σύννεφα ή τη βροχή.
Ο ναός δεν ήταν παρά το περικαλλές οίκημα του αγάλματος του θεού. Ελάχιστα πράγματα, πλην προσφορών και προσκύνησης, συνέβαιναν στο εσωτερικό του. Εξαίρεση αποτελούν τα μυστήρια, τελετουργίες μύησης που συνοδεύονταν από αυστηρούς κανόνες μυστικότητας και τελούνταν σε κλειστούς χώρους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος – Πολιτική – Πολιτισμός των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου Ψηφίδες για την Ελληνική γλώσσα (βλ. διαδικτυακές αναφορές)
Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να πούμε ό,τι: η ελληνική θρησκεία δεν είναι εξ αποκαλύψεως θρησκεία· δεν δίνει προνομιακή θέση στην ανθρωπογονία· δεν περιέχει καμία υπόσχεση αθανασίας· οι θεοί της δεν έχουν καθόλου εθνικό χαρακτήρα, έχουν θέση οικουμενική. Απουσία αποκάλυψης, άρα απουσία δόγματος, απουσία αλήθειας θεμελιωμένης σε μια υπερβατική εξουσία. Αυτό επιτρέπει καταρχάς σημαντικές παραλλαγές στη θεολογική παράδοση, επιτρέπει τη συνύπαρξη διαφορετικών θεογονιών —του Ομήρου, του Ησιόδου και αναμφίβολα άλλων— καθώς και τοπικές παραλλαγές πολλών μύθων. Δυνατότητα μεταρρύθμισης, κίνησης, που θα έμενε αφηρημένη αν δεν υπήρχαν επίσης ανθρώπινες κοινότητες οι οποίες θα ήθελαν και θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν. Και αυτό συνέβη πράγματι: αυτή η αφηρημένη δυνατότητα μεταμορφώθηκε σε συζήτηση για την κοινωνική αναπαράσταση.
Βλέπουμε και εδώ τις παγίδες που μας στήνουν οι αιτιοκρατικές ερμηνείες, οι εξηγήσεις που επιμένουν να παραπέμπουν σε μονοσήμαντους ιστορικούς παράγοντες, διότι η απουσία αποκάλυψης και δόγματος δεν αποτελεί αποκλειστικό δημιούργημα των Ελλήνων. Πρόκειται μάλιστα για την πιο συνηθισμένη περίπτωση, τουλάχιστον πριν από την εμφάνιση του ιουδαϊσμού. Ομοίως δε, τίποτα το πλέον κοινότοπο από τις παραλλαγές των παραδόσεων και των μύθων κάθε κοινωνίας. Η απλή παραλλαγή της παράστασης καθαυτή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία αμφισβήτησης της κοινωνικής παράστασης ούτε στην Ελλάδα ούτε και αλλού. Ωστόσο, μέσω και άλλων στοιχείων, επιτρέπει τη συζήτηση και τελικά την ίδια της την αμφισβήτηση.
Συνεχίζοντας την αντιπαράθεσή μας με τη μονοθεϊστική παράδοση, παρατηρούμε ότι στον εβραϊκό κόσμο, παρά την ύπαρξη διαφορετικών παραδόσεων, από μια στιγμή και πέρα οι συντάκτες αυτού που αποκαλείται Παλαιά Διαθήκη προσπαθούν στο μέτρο του δυνατού να επεξεργαστούν ένα συνεκτικό και μονοσήμαντο κείμενο —πράγμα αδύνατο φυσικά, αφού παραμένουν πάμπολλοι αναχρονισμοί και αντιφάσεις. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθούν να το πετύχουν, και τελικά αυτό θα γίνει το ιερό κείμενο των Εβραίων. Από τη στιγμή αυτή, δεν μένει παρά μία μόνο επιλογή: όχι η ανοιχτή αμφισβήτηση του κόσμου των κοινωνικών παραστάσεων που ενσαρκώνονται στο δόγμα, αλλά η ερμηνεία. Εργασία που ξεκινά σίγουρα μετά την Έξοδο και θα καταλήξει στο γιγαντιαίο corpus αμέτρητων συζητήσεων και ερμηνειών του βιβλικού κειμένου, το Ταλμούδ. Χάρη λοιπόν σ’ αυτή την ελευθερία που δίνει η απουσία αποκάλυψης, η απουσία κανονικής διατύπωσης ενός δόγματος, υπήρξε στην Ελλάδα συνεχής αναδημιουργία του μύθου.
Δεύτερο χαρακτηριστικό: σε αντίθεση με τη μονοθεϊστική παράδοση, η Ελληνική θρησκεία δεν δίνει κανένα πλεονέκτημα στην ανθρωπογονία, στη δημιουργία του ανθρώπινου όντος. Δεν υφίσταται κατασκευή, δημιουργία ή παραγωγή ενός προνομιούχου και μοναδικού όντος, του ανθρώπου, εκ μέρους μιας ανώτερης δύναμης. Ο άνθρωπος είναι ένα ον όπως όλα τα άλλα. Διαθέτει βέβαια μια ιδιαίτερη θέση, στην οποία επανέρχεται συνέχεια ο Ελληνικός στοχασμός και που μπορούμε να βρούμε ήδη στους μύθους. Εν πάση περιπτώσει, στην ομηρική θρησκεία δεν υπάρχει οντολογική σχέση —αν μπορώ να το εκφράσω έτσι— ούτε ειδική πράξη δημιουργίας του ανθρώπου. Παρά τις μεγάλες διαφορές για τις οποίες μιλήσαμε, ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο που δεν διαχωρίζεται ριζικά από το επίπεδο των θεών.
Θα ήταν σίγουρα λάθος αν λέγαμε ότι ο Δίας είναι ένας υπερήρωας, ένας Αγαμέμνων στη νιοστή δύναμη, πλην όμως δεν χωρίζει τους δυο τους καμία άβυσσος, δεν υπάρχει οντολογική ρήξη. Εδώ βρίσκεται ένα θεμελιώδες σημείο, που μας αναγκάζει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί, διότι πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σημαίνει η απουσία διαχωρισμού. Πάρτε, για παράδειγμα, τις πιο πρόσφατες εργασίες για την ελληνική μυθολογία, από το ρεύμα που εκπροσωπούν έξοχα στη Γαλλία ο Jean-Pierre Vernant, ο Pierre Vidal-Naquet και ο Marcel Detienne. Ο Vernant επιμένει, και δικαίως, στο γεγονός ότι η ελληνική μυθολογία διακρίνει πάντα αυστηρά τρία επίπεδα.
Το επίπεδο της μη ανθρώπινης φύσης, των μη εξανθρωπισμένων φυτών και των ζώων, το ανθρώπινο επίπεδο, που περιλαμβάνει και όσα εξανθρώπισε η ανθρωπότητα, δηλαδή κατοικίδια ζώα, καλλιεργήσιμα φυτά κ.α., ιδιότητες του ανθρώπου οι οποίες ως τέτοιες δεν είναι δυνατό να διαχωριστούν απ’ αυτόν και τέλος το πεδίο των θεών. Δείχνει ότι η θυσία δεν προορίζεται να αποδώσει μόνο τιμή στους θεούς, αλλά ότι προορίζεται επίσης να θυμίζει, χάρη σε κάποια διακριτικά σημεία —ο ίδιος δεν χρησιμοποιεί τον όρο αυτό— τη διαφορά όχι μόνο μεταξύ θείου και ανθρώπινου κόσμου, αλλά και μεταξύ του ανθρώπινου κόσμου και όσων βρίσκονται έξω από αυτόν. Είναι π.χ. αδιανόητο να θυσιαστεί αγριόχοιρος, διότι θυσιάζονται μόνο κατοικίδια ζώα, κυρίως βόδια, ενώ στους θεούς προσφέρονται μόνο καλλιεργημένα σιτηρά. Η θυσία οφείλει να ανήκει στον ανθρώπινο κόσμο, που αποχωρίζεται ένα κομμάτι του εαυτού του για να το προσφέρει στους θεούς.
Τρίτο σημείο: στην ελληνική θρησκεία δεν υπάρχει ούτε υπόσχεση ούτε ελπίδα. Είδαμε ότι η αθανασία, στο βαθμό που υπάρχει, είναι χειρότερη από τον οριστικό θάνατο —πρόκειται για επιβίωση άθλιων σκιών δίχως πνεύμα, αισθήσεις και αναμνήσεις— σκεφτείτε τις σκιές στα Τάρταρα που περιγράφονται στην Οδύσσεια— όντα των οποίων η υπόσταση βρίσκεται εξάλλου στα όρια του νοητού. Αυτή είναι η θέση του κυρίαρχου ρεύματος στην ελληνική θρησκεία. Είναι αλήθεια ότι, πιθανόν από τον 6ο αιώνα π.Χ ήδη, εμφανίζονται αντίθετα ρεύματα, τα οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μυστικιστικά, αν και ο όρος αυτός είναι εν προκειμένω τελείως αδόκιμος. Πρόκειται όμως για περιθωριακά ρεύματα, αποκλίνοντα από το κύριο ρεύμα. Εκπροσωπούνται κυρίως από τον Ορφισμό, στη συνέχεια δε από τις ακόμα πιο ολιγάριθμες πυθαγόρειες σέχτες. Τα ρεύματα αυτά αντιτίθενται προφανώς στη θρησκεία των ολύμπιων θεών όπως περιγράφεται από τον Όμηρο.
Προτείνουν για παράδειγμα μια άλλη κοσμογονία, κατά την οποία το χάος δεν αποτελεί την αρχή των πάντων. Είναι σαφέστατα ακοσμικά και τάσσονται συνεπώς κατά της πόλης, ακόμη και όταν δεν το δηλώνουν ρητά. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι στον Ορφισμό η ανθρωπογονία, η στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπινου όντος, έχει κεντρικότατη θέση, πράγμα που έχει προφανώς βαρύνουσα σημασία. Οι σέχτες αυτές κηρύσσουν, από τη μια μεριά, διατροφή μερικώς ή τελείως χορτοφαγική και από την άλλη, αν όχι την απόλυτη σεξουαλική αποχή, τουλάχιστον μια ερωτική συμπεριφορά που υπόκειται σε περισσότερους περιορισμούς απ’ αυτούς που ήσαν τότε ευρέως αποδεκτοί. Τέλος δε, Ορφικοί και Πυθαγόρειοι απορρίπτουν τη θυσία ζώων, απορρίπτουν δηλαδή αυτό το βασικό γνώρισμα της διασύνδεσης του ανθρώπινου με το θείο.
Το τέταρτο και τελευταίο σημείο αφορά στον εθνικό ή μη χαρακτήρα των θεών. Πρόκειται για ενδογενώς δύσκολο πρόβλημα, που θα απαιτούσε τη συμβολή τεράστιας ποσότητας δεδομένων της συγκριτικής μελέτης θρησκειών. Ωστόσο, δεν φαίνεται υπερβολικό να πούμε ότι γενικά —τουλάχιστον πριν εμφανιστούν οι λεγόμενες οικουμενικές θρησκείες σωτηρίας, ο βουδισμός, ο χριστιανισμός και το Ισλάμ— κάθε λαός διαλέγει τους θεούς του, τους θέτει ως δικούς του θεούς και τους αντιπαραθέτει στους θεούς των άλλων. Νομίζω όμως ότι, εν προκειμένω, μπορούμε να ισχυριστούμε πως για τους Έλληνες οι θεοί δεν είναι οι θεοί των Ελλήνων αλλά απλώς οι θεοί.
Με άλλα λόγια, στη θρησκεία αυτή υπάρχουν δύο όψεις. Από τη μια πλευρά η ελληνική θρησκεία θεωρούνταν πολιτική θρησκεία, θρησκεία της πόλεως. Η πολιτική λατρεία αφορά στην πόλη, η οποία την επωμίζεται, την οργανώνει, τη ρυθμίζει και επικυρώνει την τήρησή της. Αυτοί που αναλαμβάνουν κάποιες ιεροτελεστίες δεν ανήκουν σε σώμα κληρικών που αυτοαναπαράγεται διοριζόμενο με συγκεκριμένες διαδικασίες. Διορίζονται από την πόλη. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, οι θεοί προς τους οποίους απευθύνεται η λατρεία, ακόμα και όταν έχουν κάποια προνομιακή σχέση με τη μία ή με την άλλη πόλιν (η Αθηνά με την Αθήνα, η Ήρα με το Άργος…), δεν είναι αποκλειστικοί θεοί των πόλεων αυτών ούτε καν αποκλειστικοί θεοί των Ελλήνων, αλλά απλώς οι θεοί, οι θεοί όλου του κόσμου.
Αυτό ακριβώς φαίνεται καθαρά τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια: οι Τρώες δεν έχουν άλλους θεούς, ενώ τέρατα, όπως οι Κύκλωπες, μπορούν να περιφρονούν τους Ολύμπιους θεούς και να αρνούνται να τους τιμήσουν, πλην όμως πρόκειται γι’ αυτούς τους ίδιους θεούς. Δεν γνωρίζουν άλλους θεούς ούτε και υποστηρίζουν π.χ. ότι δεν υπάρχουν θεοί. Βασισμένα στη μεγάλη δύναμή τους, τα τέρατα πιστεύουν απλώς ότι μπορούν να έχουν την πολυτέλεια να τους αντισταθούν. Είναι γεγονός ότι αυτή η διαπίστωση είναι δίκοπο μαχαίρι, διότι σε όσους υποστηρίζουν πως στην ελληνική θρησκεία οι θεοί έχουν τεθεί ως οικουμενικοί μπορεί να αντιταχθεί το γεγονός ότι οι Έλληνες, είτε το θέλουν είτε όχι, επιβάλλουν με τον τρόπο αυτό τους συγκεκριμένους οικουμενικούς θεούς σε όλους.
Αντίρρηση μη ανασκευάσιμη, κατά μια έννοια, πλην όμως δεν αποτελεί την ουσία του θέματος. Στο πλαίσιο της συζήτησης μας, το σημαντικό για μας είναι ότι, αν και οι θεοί αυτοί συνδέονται πάντα μέσω μιας ιδιαίτερης λατρείας με την πόλη, δεν αποκτούν τοπικό ή εθνικό χαρακτήρα και με την έννοια αυτή, είναι πράγματι οικουμενικοί. Έχει σημασία εν προκειμένω ότι οι Έλληνες αναζήτησαν πάντοτε αναλογίες ή αναγνώρισαν δάνεια: αυτόν που αποκαλούμε Δία οι Αιγύπτιοι τον ονόμαζαν έτσι, ο Ηρακλής συναντάται στους Αιγυπτίους με την τάδε μορφή, τον δανειστήκαμε από αυτούς κ.λπ., στάση ήδη παρούσα στον Ηρόδοτο.
Τι μπορεί να ελπίζει το ανθρώπινο ον μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν έγινε γι’ αυτό και που καθαυτός δεν προσφέρει καμία προφανή απάντηση;
Από τον Όμηρο μέχρι τον Αλέξανδρο περίπου, η απάντηση υπήρξε το κλέος και το κῡδος — η δόξα και η φήμη— αν όχι ως ύψιστες, τουλάχιστον ως κεφαλαιώδεις αξίες. Τα δύο αυτά στοιχεία ακριβώς δίνουν στον ελληνικό πολιτισμό και στην ελληνική δημιουργία τον αγωνιστικό εκείνο χαρακτήρα που πολύ σωστά υπογραμμίζουν ορισμένοι, εξαιρετικά εναργή στη διατύπωσή του δύο φορές στην Ιλιάδα: τελικά, το ουσιώδες είναι Αἰέν ἀριστεύειν, να είσαι πάντα στην αριστεία, ο καλύτερος (άριστος, υπερθετικός βαθμός του «αγαθός», όχι με την ηθική έννοια αλλά ως υπέρτατη εξοχότητα) και ὑπέροχον ἔμμεναι άλλων, να υπερέχεις πάντοτε των άλλων, είτε στη μάχη, όπως στα ομηρικά έπη, είτε στα αθλήματα, στην Ολυμπία και στη Νεμέα.
Αποσπάσματα από το έργο Η Ελληνική ιδιαιτερότητα του Κορνήλιου Καστοριάδη (βλ. βιβλιογραφία)
Ο Δίας, μεταμορφωμένος σε κύκνο, αποπλανεί την Λήδα, την βασίλισσα της Σπάρτης
Έτσι, η πνευματικότητα των Ελλήνων, με την έννοια της αναζήτησης και απόδοσης υπαρξιακού νοήματος στο σύνολο του κόσμου κι όχι αποκλειστικά στον άνθρωπο, δεν εκδηλώνεται σε ιερές γραφές περί αποκαλύψεως κάποιας απόκρυφης αλήθειας, αλλά μέσω της μυθογραφίας η οποία μας παρέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να την κατανοήσουμε και μάλιστα με τρόπο που δεν απαιτεί αποκρυπτογράφηση ή ερμηνεία αλλά είναι προσβάσιμη από όλους.
Η δημιουργία του σύμπαντος απαιτεί προϋπάρχοντα δομικά υλικά τα οποία συνίστανται από το πρώτο γένος των Αθανάτων, των Πρωτόγεννων ή αρχέγονων θεοτήτων, όχι υπέρτατων όντων, αλλά ως επί το πλείστον πτυχών της απτής πραγματικότητας, στοιχειώδη όντα, όπως ο Ουρανός που αντιστοιχούσε κυριολεκτικά στον ουρανό, η Γαία στη γή κ.ο.κ. Περιστασιακά κάποιοι απεικονίζονταν ή περιγράφονταν ως ανθρωπόμορφοι, άρρηκτα δεμένοι ωστόσο με την φυσική τους προέλευση, όπως για παράδειγμα η Γαία και η Θάλασσα οι οποίες απαντώνται ως μισές γυναίκες αναδυόμενες από τη γη ή την θάλασσα αντίστοιχα.
Η τάξη των Πρωτόγεννων [Αιθέρας, Ανάγκη, Χάος, Χρόνος, Έρεβος, Έρως Γαία, Ημέρα, Ύδρος, Νήσοι, Νύχτα, Ωκεανός, Οὖρος (όρος), Φάνης, Φύση, Πόντος, Τάρταρος, Τηθύς, Θέτις, Ουρανός] ακολουθείται από αυτές των Πνευμάτων-Νυμφών, των Δαιμόνων και των Θεών [κυρίαρχοι των δυνάμεων της φύσης που απένειμαν στην ανθρωπότητα τον πολιτισμό και τις τέχνες, έφεραν δε τις παρακάτω ονομασίες: Ουράνιοι, Ενάλιοι, Χθόνιοι, Γεωργικοί, Νόμιοι, Θεοί των Πόλεων, Ολύμπιοι, Τιτάνες, Αποθεωθήναι, Δώδεκα Ολύμπιοι Θεοί, Αστερισμοί, Θηρία-Τέρατα-Γίγαντες και Ημίθεοι. Το σύνολο των τεσσάρων αυτών τάξεων συνιστούσε το αρχαιοελληνικό Πάνθεον.
Με τον όρο δαίμονες αναφερόμαστε σε λατινογενή προστατευτικά πνεύματα, ανάλογα του φύλακα-αγγέλου της ρωμαϊκής εκκλησίας, μιας και η πίστη σε παρόμοια αιθέρια όντα υπήρχε σε αμφότερες τις πόλεις των Αθηνών και της Ρώμης. Παρότι φαινομενικά οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη της αρχαιότητας, ο Όμηρος δεν αναφέρεται σ᾽αυτούς. Ο Ησίοδος περιγράφει δαίμονες λέγοντας μάλιστα ότι πρόκειται για τριάντα χιλιάδες αόρατες στους ανθρώπους υπάρξεις, εκπροσώπους του Δία, φύλακες του ανθρώπου και προασπιστές της δικαιοσύνης. Τους θεωρεί επίσης ενσαρκώσεις ψυχών των δικαιότερων ανθρώπων που έζησαν την χρυσή εποχή του κόσμου.
Οι Έλληνες φιλόσοφοι ανέπτυξαν την ιδέα αυτή σε ολοκληρωμένη θεωρία περί δαιμόνων. Έτσι διαβάζουμε στον Πλάτωνα, ότι εκχωρούνται στον άνθρωπο κατά τη γέννησή του, έκτοτε τον συνοδεύουν στην πορεία του βίου του και μετά τον θάνατο οδηγούν την ψυχή του στον Άδη. Ο Πίνδαρος, σε αρκετά αποσπάσματα, αναφέρεται στον γενέθλιο δαίμονα ως το πνεύμα που εποπτεύει τη μοίρα του ανθρώπου από την αυγή της ζωής του, χαρακτηριστικά που φαινομενικά μοιάζουν με αυτά των dii genitales (ζωοδότες θεούς) των Ρωμαίων.
Οι δαίμονες περιγράφονται επιπλέον ως αυτοί που μεταφέρουν τις προσευχές των θνητών στους ουρανούς και τα δώρα των θεών προς τους ανθρώπους. Κατά συνέπεια ο πληθυσμός τους είναι τεράστιος και αιωρούνται στο μεσοδιάστημα ουρανού και γης. Οι δαίμονες οι οποίοι θεωρούνταν αποκλειστικά αντιπρόσωποι των θεών συνιστούσαν ειδική κατηγορία αλλά στο σύνολό τους ωστόσο ήταν μοιρασμένοι σε δύο κυρίαρχες τάξεις, του καλού και του κακού.
Σε αυτές βρίσκονται θηλυκοί δαίμονες και προσωποποιήσεις αφηρημένων εννοιών, όπως η Διχόνοια και η Τύχη, πνεύματα του αέρα, της γης, της θάλασσας και του κάτω κόσμου, όπως η Ελπίδα, οι Ποτάμιοι θεοί και οι Νύμφες, οι Αγαθοί δαίμονες, καλοπροαίρετοι προστάτες οι οποίοι προσεύχονταν για την ανθρωπότητα, οι Αργυρέοι (Υπερχθόνιοι Μάκαρες) δαίμονες, οι πάλαι ποτέ θνητοί της αργυρής εποχής, που έγιναν αθάνατα γήινα πνεύματα υπεύθυνα για την γονιμότητα τη γης, οι Κακοδαίμονες, μοχθηρές υπάρξεις που δραπέτευσαν από το κουτί της Πανδώρας σκορπώντας συμφορές, οι Χρυσέοι (Αγνοί Επιχθόνιοι) δαίμονες, ανώτεροι των Αργυρέων, πνεύματα ανθρώπων της χρυσής εποχής που αναλήφθηκαν στα ουράνια για την εποπτία και προστασία της ανθρωπότητας, οι Χθόνιοι δαίμονες του υπόκοσμου, οι Γεωργικοί δαίμονες των αγροτοκαλλιεργειών, οι Ενάλιοι δαίμονες, πνεύματα της θάλασσας, οι Νόμιοι δαίμονες της υπαίθρου, των βοσκοτόπων και των ερήμων, οι Ουράνιοι και οι Προσήωοι δαίμονες, με τους τελευταίους να κρύβονται στο σκοτάδι στοιχειώνοντας παράκτια σπήλαια που έζωναν το νησί της Ρόδου.
Αντί επιλόγου
Αγγελολογία και δαιμονολογία ακολούθησαν την πολυτάραχη ιστορική διαδρομή των πνευματικών αναζητήσεων και θρησκειών της ανθρωπότητας ως αναπόσπαστα μέρη τους. Οι μεταξύ τους αναδειχθείσες διαφορές συγκλίνουν στην απόπειρα ερμηνείας των φαινομένων της ζωής, προσπάθεια της οποίας τα συμπεράσματα ενίοτε αμφισβητήθηκαν ή καταρρίφθηκαν από την επιστημονική πρόοδο. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι με το πέρασμα του χρόνου, πολλές από τις αρχικές πεποιθήσεις τροποποιήθηκαν και διατηρήθηκαν στο προσκήνιο, ορισμένες κατάφεραν να περάσουν το κατώφλι της σύγχρονης εποχής, ενώ άλλες ακολούθησαν πορεία διαττόντων αστέρων. Αυτό το χαρακτηριστικό ενδέχεται να προδιαγράφει το ύφος κάποιου μελλοντικού ταξιδιού προς έναν απόκρυφο, μυστηριώδη κόσμο, αν κι εφόσον αυτός εξακολουθεί να υπάρχει και ν᾽ απασχολεί τη σκέψη μας.
Οι δυο εκφάνσεις της λαϊκής ευλάβειας στις οποίες αναφερθήκαμε δεν προέκυψαν εκ του μηδενός. Με εφαλτήριο την αναζήτηση απαντήσεων, πίστεις, δόγματα, θρησκείες και λαϊκές δοξασίες οδήγησαν σταδιακά σε αυτές. Όμως τίποτε απ᾽αυτά δε μοιάζει ικανό ν᾽ αντικρύσει την πραγματική αλήθεια, εφόσον πρόκειται για θεσμοθετημένες (ή μη), αμετάκλητες απόψεις κι αντιλήψεις. Απαιτούν δηλαδή την πίστη σε κάποια προδιαγεγραμμένη αλήθεια. Ίσως κι αυτός να είναι ένας ακόμη λόγος για την ύπαρξη πολλών και διαφορετικών εκδηλώσεων πνευματικότητας (σημειωτέον ότι υφίστανται πάνω από εννενήντα ερμηνείες του όρου). Κάποιες από αυτές προεξοφλούν υπερβατικά, μεταφυσικά και μη αντιληπτά από τις αισθήσεις μας γεγονότα χρησιμοποιώντας τα προσηλυτιστικά με την αρωγή του εγγενούς ανθρώπινου φόβου και της ματαιοδοξίας. Όμως ας μη περνά απαρατήρητο ότι δεν πρόκειται για κάτι άλλο πέρα από ανθρωπογενείς προσπάθειες βασισμένες σε οράματα και αποκαλύψεις που βρίσκονται στη σφαίρα του υπέρλογου, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να τις απορρίψουμε. Ωστόσο, η όποια αλήθεια ενδέχεται να είναι πρόδηλη, αλλά οι πεποιθήσεις μας να επισκιάζουν την αντίληψη και κατανόησή της —όπως για παράδειγμα, συνέβη με την παρουσία του Ιησού στη γη.
Οι αρχαίοι Έλληνες προσέγγισαν διαφορετικά το ζήτημα, θεωρώντας ότι δεν έχουν ν᾽αναζητήσουν κάποια λύτρωση αφού αναδύθηκαν από την μια και μόνη αλήθεια μαζί με τους θεούς – κυρίαρχους και εκφραστές των φυσικών φαινομένων. Στη σκέψη τους δεν προβλεπόταν κάποιο υπερφυσικό μέλλον για τον άνθρωπο, ούτε αυτός γεννιόταν σε καθεστώς ομηρίας από το οποίο θα πάσχιζε να αποδεσμευθεί. Η χαρά της ζωής, η αναγνώριση της θέσης του ανθρώπου στο σύμπαν και η επίδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς με εκδηλώσεις λατρευτικού χαρακτήρα, συνιστούσαν βασικές αποχρώσεις της πνευματικότητάς τους. Οι συγκαιρινές αναζητήσεις της φιλοσοφίας, συνέδραμαν στη σκιαγράφηση κάποιας υπερβατικής δύναμης η οποία όμως ουδέποτε νοήθηκε πέρα από αγαθή. Το όλον ξεπήδησε από το καλό γιατί μόνον αυτό είχε την ικανότητα να δημιουργεί. Και το καλό δεν νοείται να εμπνέει φόβο, συμπληρώνει ο Επίκουρος.
«Πρώτη αρχή και αιτία όλων των όντων είναι το καλό» Πρόκλος ο Λύκιος
Ένας άλλος δρόμος που μπορεί ν´ακολουθήσει κάποιος είναι αυτός των επιστημών. Κοινή αφετηρία με τους οδοιπόρους του πνεύματος και της φιλοσοφίας είναι η αναζήτηση της αλήθειας με εκ διαμέτρου αντίθετες πρακτικές ωστόσο, οι οποίες είναι επαρκώς γνώριμες. Ιστορικά, πρόκειται για επίσης πολυτάραχη διαδρομή διαφωτιστικού χαρακτήρα η οποία έμελλε να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις αντιλήψεις μας, με την έντασή τους να είναι ευθέως ανάλογη της αναντίρρητης δύναμης των απτών αποτελεσμάτων. Σ᾽αυτό το μονοπάτι ελοχεύει ένας διαφορετικός δογματισμός, αυτός της υπεροψίας, ευτυχώς όμως λιγοστοί παγιδεύτηκαν.
Μπορεί το τριμερές σύμπαν ν᾽απαξιώθηκε, αλλά η αντίληψη του δυισμού παρεισέφρεισε και προσδιόρισε τον άνθρωπο ως διφυή ύπαρξη με διακριτές λειτουργίες ψυχής και σώματος. Το σώμα θεωρήθηκε μέχρι και φυλακή για την ψυχή η οποία μετά τον θάνατο εξαγνίζεται κι εξακολουθεί να υπάρχει. Άραγε τι είναι αυτό που κάνει βάσιμη τη θεώρηση ότι ψυχή και σώμα μπορούν να λειτουργήσουν μεμονωμένα, όταν η ζωή αποδεικνύει σε καθημερινή βάση την αναπόσπαστη συνάφειά τους; Γιατί η θεϊκή καταγωγή του ανθρώπου να κρύφτηκε στην ψυχή και να πρέπει ν᾽αποκαλυφθεί; Ίσως για να είναι αόρατη και να μπορούν να εδραιωθούν διάφορες εικασίες.
Όμως ο δυϊσμός στοίχησε κι εξακολουθεί να στοιχίζει στην επιστήμη (οπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις προκαταλήψεις που παρεμποδίζουν την ψυχιατρική, τον δισταγμό των ανθρώπων στο ζήτημα των μεταμοσχεύσεων, τη δυσκολία στην κατανόηση και αποδοχή του εγκεφαλικού θανάτου, τους ηθικούς φραγμούς στα επιτεύγματα της βιολογίας κ.α).
Ο άνθρωπος αποδεχόμενος τα όποια δόγματα καλείται να ερμηνεύσει τις γραφές, να καθορίσει τις φύσεις των υπέρτατων όντων που πρεσβεύει η πίστη του και τέλος να καθιερώσει λατρευτικό πλαίσιο που να αντιπροσωπεύει την αλήθεια του. Την δική του αλήθεια. Όχι την οικουμενική. Κι εδώ τιθεται το ερώτημα: ποιός είναι άραγε ικανός να κατανοήσει οτιδήποτε ξεπερνά τα λογικά συμπεράσματα των αισθήσεων ή έστω να υποστηρίξει την ύπαρξη μιας υπέρλογης συνείδησης, δίχως να βασιστεί στις πεποιθήσεις του;
Οι τρείς οδοιπόροι μας, ο στοχαστής της θεολογίας, ο φιλόσοφος κι ο επιστήμονας, φαίνεται ν᾽ακολουθούν διαδρομές άχρονες. Πέραν του κοινού σκοπού, τους ενώνει η ανθρώπινη φύση την οποία ουδείς μπορεί ν᾽ απαρνηθεί. Είναι αυτή που σε σταματά μπροστά σε κάποια πρόκληση, αυτή που σε παροτρύνει να αψηφήσεις τους κινδύνους, αυτή που σε διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για δοκιμασία κι αυτή που σε πείθει ότι αν υπερβείς τον εαυτό σου θα θεοποιηθείς και θα σωθείς μεταφερόμενος σ᾽ έναν άλλο, αιώνιο κόσμο. Όσο υπάρχουν άνθρωποι οι τάσεις που εκδηλώνονται με τα ποικίλα προσωπεία της μιας και μοναδικής φύσης μας, θα ενισχύονται, θ᾽ αποδυναμώνονται, θα μεταλλάσσονται, θ᾽αμφισβητούνται αλλά θα είναι πανταχού παρούσες.
ΠΗΓΗ: theancientwebgreece.wordpress.com