Ανάμεσα στα τρία χωριά Άγιος Ηλίας (Άη- Λιας), Καλαθά και Κολοκυθά, μέσα σ’ ένα κατάφυτο στις πλαγιές ύψωμα, βρίσκεται μισοξεχασμένο ένα μικρό μοναστήρι με μεγάλη εμβέλεια το γνωστό με το όνομα Σωτηρούλα. Το πλάτωμα έχει υψόμετρο περίπου 250 μέτρα με μια θεσπέσια πανοραμική άποψη.
Το μοναστήρι γιορτάζει την 6η Αυγούστου. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος είναι η τελευταία Δεσποτική Εορτή του Εκκλησιαστικού Έτους (1 Σεπτεμβρίου- 31 Αυγούστου) «κλείνει η ενιαυσία αναδρομή στα γεγονότα του βίου του Κυρίου με ένα άνοιγμα προς τα έσχατα, προς την μελλοντική παρουσία του Χριστού, προς την δόξα και την Θέωση του Μεταμορφούμενου εν Χριστώ ανθρώπου που είναι το τέλος και ο σκοπός του λυτρωτικού έργου του Σωτήρος. Η γιορτή της Μεταμόρφωσης εισήχθηκε τον 5ο αιώνα στα Ιεροσόλυμα και γιορτάζεται από την Εκκλησία μας «περιχαρώς» στις 6 Αυγούστου. Στο ευχολόγιο της Εκκλησίας μας υπάρχει για την ημέρα αυτή ευχή για την ευλόγηση των σταφυλιών που αρχίζουν να ωριμάζουν την περίοδο αυτή και τα οποία οι πιστοί προσφέρουν στον Κύριο ως απαρχή («Ευχή εις μετάληψιν της ς΄ Αυγούστου»).
Η παλαίφατος Ιερά Μονή των Ιβήρων, μια εκ των αρχαιοτέρων και μεγαλυτέρων Ιερών Μονών του Αγίου Όρους Άθω, με φύλακα και προστάτη την Θαυματουργό Παναγία Πορταΐτισσα, στο σύνολό της είχε στις αρχές του 20ου αιώνα εκατόν τέσσερα (104) Μετόχια (ναούς και γεωργικές εκτάσεις) ανά τα ορθόδοξα κράτη. Ένα από αυτά είναι και το ονομαστό Μετόχιον Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Σωτηρούλας ή Επαναχωρίτισσας) στον Άγιο Ηλία Πηνείας του Νομού Ηλείας, το οποίο διατηρείται ακόνη και σήμερα. Βάσει των εγγράφων του Μετοχίου, τα οποία εμπεριέχονται σε διαφόρους φακέλους του Αρχείου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, ο χρόνος της δημιουργίας του ή προσαρτήσεώς του εις αυτήν ανάγεται στους χρόνους της δεύτερης τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Το εκκλησάκι αναφέρεται για πρώτη φορά στην απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας του Μοριά από τους Βενετσάνους το 1700.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΙΚΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ: Το σημερινό εκκλησάκι της Σωτηρούλας δεν τιμάται στο όνομα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, αλλά της Παναγίας της Πορταΐτισσας ή Απανωχωρίτισσας. Χτίσθηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό στις 2 Ιουλίου του 1909, που είχε επίκεντρο το Χάβαρι. Χτίσθηκε δίπλα στα ερείπια του παλιότερου ναού στο ίδιο πλάτωμα κάπου εκατό μέτρα ανατολικότερα του κατεδαφιστέου με τα ίδια υλικά από τα συντρίμμια. Τα έξοδα της κατασκευής του τα είχε η Ιερά Μονή Ιβήρων και όλα τα κτίσματα δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον.
Ο ναός είναι απλός βασιλικού τύπου ξυλόστεγη με κεντριά και διαστάσεις σε μάκρος δώδεκα (12) μ., πλάτος επτά (7) μ. και ύψος τρία (3) μ. Καμπαναριό δεν υπήρχε η καμπάνα στην αρχή ήταν κρεμασμένη από τον κλάδο ενός τεράστιου πουρνάρι και αργότερα κρεμάστηκε από το δοκάρι του μπαλκονιού των κελιών. Ανατολικά, υπάρχει ένα διώροφο κτίσμα με πέτρινη καμαρωτή σκάλα και χαγιάτι. Στα βορειοδυτικά μια μακρόστενη πλινθόκτιστη αποθήκη και βόρεια απέναντι από την πόρτα του ναού, ένα προσκυνητάρι, που απέχει γύρω στα πενήντα μέτρα. Οι πόρτες του ναού (μια δυτικά και η άλλη βόρεια) είναι σιδερένιες επικολλημένες με λαμαρίνα. Ακόμη έχει τρία μικρά παραθυράκια κι ένα φεγγίτη (πλάτους 0,10 μ. και ύψος 0,5 μ.) που είναι χτισμένο στην νότια πλευρά του Ιερού. Η κόγχη του (αχιβάδα) εξωτερικά είναι τρίπλευρη με κτιστό φωταγωγό στη μεσιανή πλευρά δίλοβο, ύψους 0,45 μ. πλάτος 0,40 μ. και με κάθε λοβό άνοιγμα (0,15 μ. που στηρίζονται με σκέτη στενή πάτρα πλάτους 0,10 μ. τα αγκωνάρια, οι ορθοστάτες, και τα ανώφλια είναι από ντόπια πελεκητή πέτρα. Η δυτική πόρτα είναι τοξωτή και πάνω από την κορυφή του τόξου ένας φωταγωγός 0,40 μ. Χ 0,40 μ. οι πόρτες έχουν διαστάσεις 2,10 μ. Χ1,00 μ.. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ανώφλι της βορινής πόρτας στην οποία επάνω είναι εντοιχισμένη ενεπίγραφη πέτρινη πλάκα και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά κομμάτια (τρεις κίονες και δύο πλάκες).
Η ενεπίγραφη πλάκα είναι από ντόπια σιδερόπετρα (σκληρός, ψιλόκοκκος ψαμμόλιθος) με διαστάσεις 0,75 μ. Χ 0,40 μ.. Χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη μ’ ένα κατακόρυφο σκάλισμα- ταινία- πλάτους 0,05 μ. σόλο το ύψος της (0,40 μ.). Το αριστερό μέρος έχει πλάτος 0,22 μ. και το δεξιό 0,45 μ. Το αριστερό πλαισιώνεται γύρω- γύρω με μια σκέτη σκαλιστή ταινία πλάτους 0,03 μ. σε ορθογώνιο, το δε δεξιά με δίγραμμο πλαίσιο (διπλή παράλληλη χαρακιά) και στο πάνω μέρος τοξωτή. Στην καμάρα του τόξου είναι σκαλισμένο ένα μεγάλο κεφαλαίο διπλόγραμμο κι αυτό Ρ μ’ αρκετή τέχνη και κάτω σε τρεις σειρές μισοσβησμένα από τρίψιμο (αποσάθρωση) κι ασβεστώματα τα γράμματα:» ΑΝΗ….ΘΗ./ …ΔΟΔΙΣΘΕ..ΚΛ/ΗΡ…..Χ ..Δ….ΑΨΞΖ» και αριστερά σε τέσσερις σειρές ……./ΔΑΠΑΝΗ/ΧΑΕ (ή ΑΚ).. ΝΕΧ/…..1883/. Συμπεραίνουμε ότι μάλλον γράφουν α) ΑΝΗΓΕΡΘΗ [ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ] ΔΟΣΙΘΕΟΥ ΚΛΗΡΙΚΑΡΧΟΥ Δ (….) 1767. Και β) ΔΑΠΑΝΗ/ ….. ./ …./ 1833. είναι ολοφάνερο πως η πλάκα χαράχτηκε στην ανέγερση ή ανακαίνιση του ναού το έτος 1833 και ότι τα γραφόμενα της άλλης πλάκας χαράχθηκαν από κάποια είδηση παλαιότερης γραπτής μαρτυρίας (πιθανόν κάποιου κώδικα της μονής), για την ανέγερση του ναού το έτος 1767, που ασφαλώς θα πρέπει να είναι και η δεύτερη ανέγερση του ναού, αφού, όπως είδαμε, ο ναός υπήρχε το 1700, κατά την απογραφή Γκριμάνι.
Το ανώφλι (υπέρυθρο) της βορινής πόρτας είναι μια πλάκα μαρμάρινη που η μια της άκρη στ’ αριστερά είναι σπασμένη. Αυτό δηλώνει ότι αυτή η πλάκα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη. Το σωζόμενο μάκρος της είναι 1,55 μ. και η πρόσοψη έχει πλάτος 0,19 μ. οι υπόλοιπες πλευρές της είναι χτισμένες. Όλη αυτή η επιφάνεια. είναι σκαλιστή με κύριο διάκοσμο σταυρούς με φυλλοειδείς βραχίονες ισομήκους 0,10 μ. που κλείνονται μέσα σε ορθογώνια καμαρωτά (αψιδωτά) πλαίσια. Οι όρθιοι κιονίσκοι αυτών των πλαισίων, έχουν πλάτος 0,05 μ. και στην βάση τους πλαταίνουν σε 0,07 μ. Η μεταξύ τους απόσταση είναι ακανόνιστη, καθώς και τα κενά μεταξύ τους, διότι χωρίζονται με ένα κενό που ποικίλει στο πλάτος. Το ύψος του κάθε πλαισίου μέχρι την αψίδα είναι 0,16 μ. το δε πλάτος 0,12 μ. – 0,15 μ. οι αψίδες έχουν ύψος 0,03 μ. γενικά είναι αδέξιας τέχνης.
Για σκαλοπάτι στο κατώφλι της βορινής πόρτας είναι χτισμένες δυο μαρμάρινες σπασμένες πλάκες, οι οποίες έχουν το ίδιο ύψος 0,70 μ. και πάχος 0,10 μ. σκαλιστές με διαφορετικές παραστάσεις στα κομμάτια που σώζονται. Και οι δύο είναι σπασμένες στην αριστερή πλευρά τους και ήταν και οι δύο ορθογώνιες .η μια στ’ αριστερά του σκαλοπατιού έχει μέγιστο σωζόμενο πλάτος 0,37 μ. στα σωζόμενα μέρη των άνω και κάτω πλευρών καθώς και ολόκληρη η κάθετη έχουν σκαλιστεί σαν πλαίσιο, τρεις παράλληλες γραμμές, στη δε σωζόμενη επιφάνεια είναι σκαλισμένο ένα κλαδί φοίνικα καμπυλωτό με αρκετό πλάτος στα φύλλα του. το δεξιά του σκαλοπατιού άλλο κομμάτι έχει σωζόμενο πλάτος 0,35 μ. το σκαλισμένο πλαίσιο στις σωζόμενες πλευρές είναι απλό ανάγλυφο σκάλισμα. Στην σωζόμενη επιφάνεια έχει σκαλιστεί Βυζαντινός σταυρός με σωζόμενους τους τρεις βραχίονες του, μάκρους 0,25 μ. ο καθένας. Στην άκρη πλαταίνουν οι βραχίονες του. Σχηματίζονται από μία εξωτερική συνεχή γραμμή (περίγραμμα) και μία στη μέση της επιφάνειάς τους που στις άκρες το τριγωνικό τους πλάτυσμα παράλληλα, σχηματίζοντας έτσι ένα οξυκόρυφο τριγωνικό σκάλισμα με διχοτόμο την οξεία γωνία. Οι μακριές πλευρές του κάθε τριγώνου στην βάση γίνονται προς τα μέσα κυρτές, αγκιστρωτές με τα άγκιστρα τους να μην αγγίζουν την βάση της διχοτόμου. Το όλο τριγωνικό σκάλισμα θυμίζει την μύτη (αιχμή) μιας λόγχης σε παρόμοια φραγκικά σκαλίσματα ή σχεδιάσματα. Η τέχνη του σμιλευτή και σε αυτές τις δύο πλάκες είναι αρκετά πιο καλή από εκείνης στην πλάκα του ανωφλιού.
Υπάρχουν ακόμη και τρία κομμάτια από μαρμάρινες κολώνες. Οι δυο είναι κτισμένες για ορθοστάτες στο υπαίθριο προσκυνητάρι απέναντι από την βορινή πόρτα. Η Τρίτη απλώς βρισκόταν ριγμένη πλάι στην βορινή πόρτα. Και οι τρεις είναι λειψές γιατί οι άκρες τους είναι σπασμένες. Η μεγαλύτερη έχει μάκρος 0,80 μ. οι δε δύο άλλες εξέχουν από την βάση του προσκυνηταριού 1,08 μ. η πρώτη διαφέρει από τις άλλες. Είναι τετράπλευρη με πλάτος της κάθε πλευράς 0,125 μ. και μόνο η μια της πλευρά είναι σκαλιστή. Το σκάλισμα είναι πλοχμός (πλεξίδα) πλάτους 0,06 μ. και συμπεριλαμβάνει όλο το μάκρος του κίονα. Οι δύο άλλες είναι οκτάπλευρες (οκτάεδροι) με πλάτος κάθε πλευράς 0,08 μ.
Οι τρεις πλευρές είναι και αυτές σκαλιστές με πλεξίδα όμοια με της προηγούμενης μάκρους 0,84 μ. στην απάνω άκρη τους μετά την πλεξίδα είναι σκαλισμένα ένας κλαδίσκος με τα φύλλα του σε ψαροκόκαλο ύψους 0,24 μ. οι οκτώ πλευρές στην κορυφή ενώνονται σε τέσσερις πλευρές όπου και το σκάλισμα του κλαδιού. Η αριστερά χτισμένη στο προσκυνητάρι, στην προς τα έξω πλευρά της έχει ένα ισόπλευρο ορθογώνιο εξόγκωμα με πλευρές μια στενή 0,05 μ. και τις δύο άλλες 0,08 μ. έχουν κι αυτές σκάλισμα κλαδιού ομοίου με της κορυφής. Απάνω καταλήγει σε ένα σφαιρικό με λαιμό (ποδίσκο) μόλις χαραγμένο που φαίνεται να παρίστανε ανθρώπινο κεφάλι.
Το μάρμαρο σ’ όλα αυτά τα κομμάτια δείχνει να είναι της ίδιας προέλευσης, λευκό και λεπτόκοκκο. Πιθανόν οι μεν κολώνες του προσκυνηταριού και το ανώφλι της πόρτας να σχημάτιζαν σε άλλη εκκλησία εικονοστάσι ή και το κάσωμα της Ωραίας Πύλης εκκλησίας, η δε δεύτερη κολώνα να ήταν το κατώφλι τους. Τέλος οι πλάκες στο σκαλοπάτι ήσαν της βάσης του τέμπλου της ίδιας εκκλησίας, δηλαδή τα ονομαζόμενα θωράκια. Πάντως η τεχνοτροπία τους πρέπει ν’ ανήκει όχι σε πρωτοχριστιανικό ναό, γιατί τότε η γλυπτική τέχνη κρατιόταν σε εξαίρετα επίπεδα, αλλά σε μεσοβυζαντινή εποχή, δηλαδή του εβδόμου και μετά αιώνα, όταν στην Ηλεία η πολιτιστική παράδοση είχε καταπέσει πολύ, όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη νότια Ελλάδα. Δεν αποκλείεται, αυτά τα σκαλιστά μάρμαρα, όπως και κάτι παρόμοια στην γειτονική μονή του Αϊ- Βλάση, όπου και αυτά προέρχονται από κάποιο ναό των μέσων βυζαντινών χρόνων της Ήλιδας (Παλαιόπολης). Ένα λιοστάσι που βρίσκεται βορινά σε ένα ευρύχωρο πλάτωμα κάτω από τον όχθο περιέχει ένα είδος από ελιές τις (ματολιές) που εικάζεται να είναι πάνω από 250 ετών.
ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Τα Κωστουραίΐκα, ήταν δυο τρία σπίτια στη θέση, βάλτος τον Αϊ – Λέϊκος κοντά στο χωριό Άγιος Ηλίας της Πηνείας. Λεγόταν Κωστουραίϊκα διότι εκεί τα σπίτια ήσαν των Κωστουραίων, που η καταγωγή τους ήταν από το χωριό Λουσοί (Σουδενά) Καλαβρύτων. Τότε γινόταν ένας γάμος, πάνω στο γλέντι έγινε μια παρεξήγηση και οι Κωστουραίοι τότε σκότωσαν κάποιον Νικόλαο Λάζαρη. Η γυναίκα του Λάζαρη, εκείνη την εποχή, ήταν έγκυος και έπειτα από λίγους μήνες, γέννησε ένα αρσενικό παιδί και το ονόμασαν Νίκο, στην μνήμη του αδικοσκοτωμένου πατέρα του. Τον Νίκο, έπειτα από λίγα χρόνια, η μάνα του τον έδωσε στο Μοναστήρι της Σωτηρούλας, που βρίσκεται πάνω από τον Άγιο Ηλία για να ζήσει κοντά στο καλόγερο, μιας και ήταν πολύτεκνη και δεν μπορούσε να αναθρέψει όλα της τα παιδιά. Όταν ο Νίκος ήταν 10-12 ετών, τον πήρε ο καλόγερος να πάνε σ’ ένα μνημόσυνο του Ανδρικογιαννάκη στο χωριό Άγιος Δημήτριος (Μαρινάκι), που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα δυτικά του μοναστηριού. Μετά το πέρας του μνημόσυνου, ο καλόγερος έστειλε το παιδί πίσω, να περαιώσει τις διάφορες εργασίες στο μοναστήρι και αυτός κάθισε στο τραπέζι, μιας και ήταν προσκεκλημένος. Το καλογεροπαίδι επέστρεψε στο μοναστήρι και βρήκε την πόρτα διερρηγμένη και ανοιχτή. Το μοναστήρι ήταν άνω κάτω, όπου έλειπαν και πολλά πράγματα. Τότε πήρε τον δρόμο για να βρει τον καλόγερο και να του αναγγείλει τα δυσάρεστα. Όταν έφθασε πιο κάτω από το μοναστήρι, βρήκε τον καλόγερο που επέστρεφε. Το παιδί έκλαιγε και φώναζε και όταν το ρώτησε ο καλόγερος τι συμβαίνει του είπε: «-Μας έκλεψαν το Μοναστήρι». Ο καλόγερος, όταν έφθασε στο μοναστήρι, είδε τι είχε γίνει, στεναχωρήθηκε και νευρίασε πάρα πολύ και αμέσως πήγε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας προσευχήθηκε και απειλώντας είπε: «-Παναγία μου, αν δεν μου φέρεις μέσα σε τρεις ημέρες τους κλέφτες, εγώ θα κόψω ασφάλαχτα θα σε κλείσω μέσα και θα φύγω».
Ο Μουσάς ή Παχιόκωλος όπως ήταν το παρατσούκλι κάποιου κατοίκου του Αγίου Ηλία που καταγόταν από το χωριό Οινόη (Κούλουγλι), ήταν αυτός που είχε πάει και είχε κλέψει την εκκλησία. Την άλλη ημέρα, άρχισαν να τον πονούν τα μάτια του και την επομένη στραβώθηκε. Οι κάτοικοι μη ξέροντας τι είχε προηγηθεί τον παρακίνησαν να πάει στο μοναστήρι όπου ήταν τα οστά του Αγίου Αλεξίου σε κάποιο σκήνωμα, έλεγαν δε οι ντόπιοι, ότι όποιος άρρωστος πήγαινε και τα προσκύναγε θεραπευόταν. Χωρίς όμως οι ντόπιοι να ξέρουν ότι ο Μουσάς είχε κλέψει το μοναστήρι. Ο Μουσάς αρνούταν πεισματικά λέγοντας ότι αυτά είναι παραμύθια, έχοντας όμως και τον φόβο των Αγίων. Αφού είδε και παραείδε ότι έχανε το φως και μέρα παρά μέρα πήγαινε προς το χειρότερο, αποφάσισε να ανηφορίσει στο Μοναστήρι. Μια ημέρα ο Μουσάς, πρωί- πρωί κίνησε και αργά- αργά ανέβαινε προς το μοναστήρι μόνος του, στα τυφλά. Όταν ζύγωσε κοντά το μοναστήρι, ο καλόγερος που τον είδε από μακριά λέει στο καλογεροπαίδι: «-Νίκο, να ο κλέφτης μας, τον έφερε η Παναγία». Σαν έφθασε ο Μουσάς στο μοναστήρι, πήγε πρώτα και εξομολογήθηκε και είπε όλη την αλήθεια, λέγοντας ότι μπήκε πρώτα στο μοναστήρι για να βρει κάτι να φάει και μετά του μπήκε η ιδέα και έψαχνε για διάφορα τιμαλφή και χρήματα. Κατόπιν πήγε στο σκήνωμα του Αγίου Αλεξίου και έγινε καλά. Ο Νίκος ο Λάζαρης όταν ενηλικιώθηκε έφυγε από το μοναστήρι και ζούσε στον Άγιο Ηλία όπου είχε ένα μαγαζάκι που έκανε τον έμπορα και τον καφετζή. Μάλιστα είχε χρηματίσει και πολλά χρόνια σαν πρόεδρος του Αγίου Ηλία. Πολλές φορές έλεγε την ιστορία στους ντόπιους και το θεωρούσε σαν ένα μεγάλο θαύμα.
Απ’ όλα αυτά συμπεραίνουμε ότι η Σωτηρούλα υπήρχε στα 1700 αλλά χωρίς περιουσιακά στοιχεία, άρα το ξωκλήσι πρέπει να ήταν κτισμένο από του κατοίκους του Αγίου Ηλία, όπου από αυτό πιθανότατα μα έλαβε και το όνομα το ομώνυμο χωριό. Όμως η εκκλησιαστική παράδοση, θέλει τα ξωκλήσια του Αϊ -Λιά και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος να τα κτίζει σε υψώματα γιατί ψηλά έγινε το θαύμα της Μεταμόρφωσης και μάλιστα με έντονη την παρουσία του Προφήτη Ηλία. Από την επιγραφή της πλάκας πάνω από την βορινή πύλη στα 1767 με τον κληρικάρχη (ιερέα ηγούμενο) Δοσίθεο, ανοικοδομείται είτε γιατί γκρεμίστηκε είτε, το πιθανότερο για σύσταση μονής από τον Δοσίθεο. Κατά τα Ορλοφικά το 1770 και την επανάσταση του 1821, το μοναστήρι ρημάζει, πάντως το 1883 μάλλον ανακαινίζεται μια και η επιγραφή είναι σβησμένη. Ίσως τότε να αφιερώθηκε στην Μονή Ιβήρων, σαν μετόχι της και που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να παραμένει. Με τους σεισμούς του 1909, γκρεμίστηκε όπως και τα κελιά της, ξεθεμελιώθηκε και μεταφέρθηκε στο ίδιο πλάτωμα ανατολικότερα όπου χτίσθηκε ο σημερινός ναός, με τα κελιά και την αποθήκη τους. Τότε αφιερώθηκε με το επαναχτίσιμό της στην Παναγία την Πορταΐτισσα ασφαλώς από τους μοναχούς της μονής Ιβήρων, όπου βρίσκεται η πανάρχαια εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας. Παρ’ όλες τις περιπέτειές της, η Σωτηρούλα, η αρχική επωνυμία του ξωκλησιού του 1700, παραμένει και ο πανηγυρισμός της εξακολουθεί να γίνεται τετρακόσια χρόνια και πλέον.
Να ευχαριστήσουμε τον συγγραφέα και λαογράφο κ. Τουτούνη Ηλία για τις πολύτιμες πληροφορίες του αλλά και για την ξενάγηση στον χώρο .