Το ενδιαφέρον και η αρχαιολογική αξία της Δαφνιώτισσας είναι πολύ μεγαλύτερη από την καταφανή και αναμφισβήτητη ύπαρξη στην ίδια θέση πρώτα Ελληνικού μεγαλοπρεπούς και σπουδαίου αρχαίου ναού. Πράγματι ο ναός έχει ανεγερθεί σίγουρα από υλικά ερειπωμένου ή αυτού του γκρεμισμένου ναού. Στο δε περίβολο του ναού και ιδίως δυτικά κατάκεινται πλήθος αγκωναριών της τοιχοδομής του ναού, ένα επιστύλιο δωρικού ρυθμού διαστάσεων 2Χ0.75Χ0.30μ. ένας τοίχος δε εμφανέστατος στα βόρεια, εκτείνεται κάπου 20μ. παράλληλα και σε απόσταση 5μ. από τον δυτικό τοίχο του σημερινού ναού, της ίδιας λιθοδομής. Καταφανή κατάλοιπα του ίδιου τοίχου περιβάλλουν τον ναό σχηματίζοντας ένα πλαίσιο 20Χ35-40μ. Και ο υπόλοιπος περίβολος δεν αμοιρεί αρχαιολογικής σημασίας.
Στα δυτικά πλευρά του υψώματος όπου και η ανάβαση, υπάρχουν κατάλοιπα σκαλοπατιών που ανέβαζαν και οδηγούσαν στον περίβολο του αρχαίου ναού. Ανατολικά και σ’ ένα πλάτωμα που είχε ξανοιχθεί για αλώνι υπάρχουν ίχνη από κυκλικό κτίριο κάτω από το αλώνι καταχωμένο από άφθονες και ακατέργαστες πέτρες. Στα νότια και κάτω στην κοιλάδα σε ένα αμπέλι ή σταφίδα βρέθηκαν αρκετοί τάφοι ελληνικής περιόδου χτιστοί γύρω και επάνω με ακατέργαστες πλάκες ψαμμίτη με ασήμαντα, πήλινα αγγεία.
Αξιολογότατα ευρήματα βρέθηκαν σε απόσταση 300μ. και ΝΔ του ναού. Αυτά είναι πλήθος διασκορπισμένων κεραμικών, χαλασμάτων και θεμελίων και τελευταία μια ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη από ντόπιο σκληρό ψαμμίτη (πωρόλιθο) ακρωτηριασμένη με επιγραφή: ΞΕΝΟΠΕΙ. ΘΗΡ. ΧΑΙΡΕ.
Άλλη πάλι ωραίας τέχνης επιτύμβια στήλη ανεπίγραφη όμως, από σκληρό πυριτόλιθο βρέθηκε στην θέση Κιβουριό νότια της Δαφνιώτισσας. Αυτή βρίσκεται εντοιχισμένη σ’ ένα γεφύρι μέσα στο χωριό. Παντού δε κατά το μήκος της κοιλάδας της Δαφνιώτισσας είναι κατάσπαρτα από αρχαία κτίσματα και τάφους.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και ο Γουλάς, ένα υψίπεδο ανατολικά της Δαφνιώτισσας, αρκετά εκτεταμένο και απομονωμένο ένα γύρω με γκρεμίλα κάθετη σχεδόν σε ύψος 50-80μ. και με μια ομαλή κάπως πρόσβαση από τα δυτικά. Εδώ υπάρχουν άφθονα κατάλοιπα οικισμού της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής. Συγκεκριμένα υπάρχουν ακόμη εμφανή ερείπια μιας στέρνας ύδατος, ενός μακρόστενου κτιρίου από ακατέργαστες πέτρες, ενώ από περίοικους δείχνονται θεμέλια δύο ναών του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Παρασκευής.
Στον μυχό της κοιλάδας που ευρύνεται κάπου χίλια μέτρα, ένας λόφος πλέον των τριακοσίων τετραγωνικών μέτρων και ύψους γύρω στα δέκα μέτρα που είναι κατάφυτος από σκίντα, πουρνάρια, σμέρτα, πεύκες ρείκια και κουμαριές, επάνω του φιλοξενεί ένα φτωχό και άσημο εκκλησάκι, την Παναγία την Δαφνιώτισσα, που πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου.
Μ’ ένα προσεκτικό κοίταγμα, αποκαλύπτεται ότι ο ναός, είναι ένα παμπάλαιο κτίσμα, το δε δομικό της υλικό, ανακαλύπτουμε ότι είναι ακόμη πιο παλαιό. Ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται στη θέση «Παναγίτσα» περιφερείας Κοινότητας Δαφνιώτισσας Ν. Ηλείας, στην κορυφή ενός μικρού λόφου, και απέχει περίπου 2 χιλιόμετρα νότια – νοτιοδυτικά από το χωριό. Ο χρόνος κτίσης ή ανακατασκευή του ναού είναι μέχρι σήμερα άγνωστος και χάνεται διαμέσου των αιώνων. Το μνημείο, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της περιοχής και έχει γίνει αιτία δημιουργίας παραδόσεων που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά των κατοίκων της περιοχής.
Ο Ιερός Ναός είναι τρίκλιτος λιθόκτιστος Βασιλική, Βυζαντινής αρχιτεκτονικής, εμβαδού 80,67 τετραγωνικά μέτρα χωρίς τρούλο, χωρίς νάρθηκα ή γυναικωνίτη. Τα κλίτη χωρίζονται με χοντρό τοίχο και συγκοινωνούν με αψιδωτά ανοίγματα. Κάθε κλίτος έχει από τα δυτικά και εξωτερική δική του είσοδο δηλαδή η δυτική του όψη έχει τρεις πόρτες. Στα βορινά και νότια κανένα άνοιγμα πόρτας ή παράθυρου. Το τέμπλο είναι κατασκευασμένο από παχύ τοίχο που το κοσμούν τοξοειδή προσκυνητάρια με ανάλογη εκσκαφή και βάση για την τοποθέτηση των εικόνων.
Το ιερό είναι τρίχωρο και το άγιο βήμα τρίκωγχο. Σε κάθε κόγχη και ένα στενό δίτοξο παράθυρο μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας. Στα πλάγια και της Πρόθεσης και του Σκευοφυλακίου (διακονικού) ανά μία κόγχη (αχιβάδα) αβαθής. Δεν υπάρχουν ίχνη εικονογράφησης, ούτε στην σολέα αλλά ούτε και στο ιερό. Εξωτερικά τοίχοι γυμνοί χωρίς επιχρίσματα η δε σκεπή είναι απλή ξύλινη με κοινά κεραμίδια. Το πιο αξιοπρόσεκτο στο ναΰδριο αυτό είναι το υλικό της τοιχοποιίας του.
Από τα θεμέλια του ναού έως την στέψη των φερόντων τοίχων υπάρχει διαστρωμάτωση από διαφορετικούς λίθους και κονιάματα. Η τοιχοποιία άτσαλη και ακαλαίσθητη. Είναι όμως λιθοδομή από κατεργασμένους ισοδομικούς κογχυλιάτες λίθους.
Από τα θεμέλια μέχρι κάποιου ύψους των τοίχων υπάρχει κογχυλιάτης λίθος (τζαβιδόπετρα) λαξευμένος και πολύ καλά δομημένος. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο κογχυλιάτης λίθος είναι ένα πέτρωμα που δεν απαντάται στην περιοχή. Από ένα σημείο και πάνω, ο κογχυλιάτης λίθος δίνει τη θέση του σε απλούς λίθους της περιοχής, όχι καλά δομημένους μαζί με ψημένα συμπαγή τούβλα και μικρότερους λίθους για σφήνωμα. Η λιθοδομή του πρώτου κτίσματος ίσως μαρτυράει το πάγκαλο μεγαλοπρεπές του πρώτου ναού. Τούτο το προσεπικυρώνουν το τρίκογχο του αγίου βήματος, το τρίκλητο της σολέας, τα εντοιχισμένα προσκυνητάρια του τέμπλου και το αριστοτεχνικό της λιθοδομής, που σώζεται ανέπαφη στα βορινά, στα ανατολικά (μ’ ελάχιστες μεταγενέστερες επιδιορθώσεις), στα νότια και στο κατώτερο μέρος στα δυτικά. Στο υπέρυθρο της κεντρικής πύλης βρίσκεται εντοιχισμένος ένας βυζαντινός σταυρός σκαλισμένος σε πλάκα από σκληρή σιδερόπετρα διαστάσεων 0,40Χ0,60μ.
Ο σταυρός είναι προμήκης με ισοσκελή τραπεζοειδή σκέλη διανθισμένα στα άνω μεν με δύο σπειροειδή σχεδιάσματα στα πλευρά απλού ανάγλυφου σταυρού, τα δε υπόλοιπα με τρεις απλές ακτινωτές γλυφές. Στο προαύλιο επίσης κατάκεινται λείψανα ενός μικρού μονοσπόνδυλου στρογγυλού και λείου κίονος από λευκό μάρμαρο διαμέτρου 0,30μ. και ύψους 1,75μ. Επάνω εις αυτόν φαίνονται χαραγμένοι δύο ανισοσκελείς σταυροί με εγκάρσιες εγκοπές στ’ άκρα. Ο δεύτερος και μικρότερος στηρίζεται σε ένα πλαίσιο (Π), τριγύρω τους δε είναι χαραγμένα με οξύ όργανο όπως και οι σταυροί δυσδιάκριτα Ελληνικά γράμματα. Όλα αυτά καταμαρτυρούν το μεγαλοπρεπές του αρχικού ναού που ασφαλώς ανάγεται στον δέκατον (10ον) αιώνα και είναι της ίδιας τεχνοτροπίας με τους επιβλητικούς ναούς της Φραγκαβίλλας και της Βλαχέρνας.
Το ύψος του μνημείου είναι 3,00μ. και πάνω από το φυσικό έδαφος και το ύψος της σύγχρονης ξύλινης κεραμοσκεπούς στέγης είναι 1,80μ. Το θεμέλιο είναι και αυτό λιθόκτιστο, η δε στάθμη θεμελίωσης βρίσκεται περίπου 1,40μ. κάτω από το φυσικό έδαφος. Τα πάχη, των φερόντων τοίχων, κυμαίνονται από 67cm στην πρόσοψη, σε 72cm στην ανατολική όψη. Στην ανατολική όψη οι κόγχες του ιερού είναι πολυγωνικές εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά. Στη δυτική πλευρά της εκκλησίας αποκαλύφθηκε από την ανασκαφή ορθογώνιο λιθόκτιστο θεμέλιο σε απόσταση 2,80μ. από την πρόσοψη και μήκους όση και η πρόσοψη 9,85μ. Εσωτερικά η εκκλησία είναι σοβατισμένη και το δάπεδο είναι από σκυρόδεμα. Δύο συμπαγείς φέροντες τοίχοι με τρία τοξωτά ανοίγματα 0,70μ. έως 0,85μ. ο καθένας, διασχίζουν το μνημείο από ανατολή προς δύση και το χωρίζουν σε τρία κλίτη.
Το τέμπλο αποτελείται από τρεις πέτρινους σοβατισμένους μη φέροντες τοίχους πάχους 0,50μ. μ’ ένα τοξωτό άνοιγμα ο κάθε τοίχος, που συντελούν τις τρεις πύλες προς το Ιερό.
Η Αγία Τράπεζα διαστάσεων 0,97Χ0,97μ. είναι κτιστή και σοβατισμένη. Το δάπεδο του ιερού είναι 8 cm πιο πάνω από το δάπεδο του υπολοίπου ναού. Σε δειγματοληπτική τομή που έγινε σε τοίχο δεν ανευρέθηκαν τοιχογραφίες πίσω από το σοβά. Η τυπολογία των υλικών κατασκευής του μνημείου φαίνονται μόνο από τις εξωτερικές όψεις του κτιρίου, μιας που το εσωτερικό του είναι σοβατισμένο. Η χρονολογία κτίσεως δεν είναι γνωστή, όμως ο τρόπος που είναι κτισμένο μαρτυρά ότι ο ναός κατά τη διάρκεια της «ζωής» του έχει ανεγερθεί, ερειπωθεί και ανακατασκευαστεί επί ιδίων ή περίπου ιδίων θεμελίων. Το εξέχον θεμέλιο της δυτικής όψης δείχνει ότι ο ναός κάποτε θα πρέπει να είχε διαφορετική κάτοψη ή ότι, η σημερινή πρόσοψη ίσως και να μην αποτελούσε την πρόσοψη του αρχικού ναού.
Φυσικό είναι ένας τόσο πλούσιος σε αρχαία κατάλοιπα τόπος να είναι εξ ίσου πλούσιος και σε θρύλους και παραδόσεις. Κυρίαρχος παράδοση είναι ότι στην Δαφνιώτισσα κρύβεται εκτός από τον αμύθητο θησαυρό και ένα ολόχρυσο γουρούνι που από τον λαιμό και επάνω έχει μορφή ανθρώπου. Άλλοι λέγουν ότι αντί για το γουρούνι υπάρχει μια ολόχρυση κατσίκα μ’ εννιά κατσικάκια. Η δελεαστική παράδοση περί χρυσών ζώων παρέσυρε αλλά ακόμη και σήμερα παρασέρνει πολλούς αρχαιοκάπηλους και χρυσοθήρες στην αναζήτηση τους γύρω από τον ναό της Παναγίτσας, επίσης γύρω από τον Γουλά, από παλιούς ναούς από πηγές αρχαία νεκροταφεία κ.λπ. η αναζήτηση και η πρόληψη έχει δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από τον χώρο του ναού που αναφέρει ότι όποιος αποπειραθεί να ψάξει για θησαυρούς εκεί θα τιμωρηθεί σκληρά, από την Παναγία. Λέγεται ότι πριν από πολλά χρόνια μια ομάδα τριών ιερόσυλων αποτόλμησε να πραγματοποιήσει ανασκαφή στο εσωτερικό του ναού της Παναγίας και ν’ αποκαλύψει τρεις υπόγειες καταπακτές που οδηγούσαν σε ανάλογες στοές, ανά μία μπροστά στην είσοδο του κάθε κλίτους. Οι καταπακτές όπως είχε περιγράψει ένας από τους τολμήσαντες αυτό το εγχείρημα, αναφέρει ότι είναι κτιστές από τετράγωνες πελεκητές πέτρες και οι δυο πλαϊνές πλάτους 0,75μ. μάκρους 1,25μ. και βάθους πλέον του 1,25μ. η δε μεσαία διπλάσια σχεδόν από τις πλαϊνές της. Το δάπεδο τους άγνωστό, η δε οροφή τους δύο στενόμακρες κατεργασμένες πλάκες. Το μάκρος τους κατευθύνεται ανατολικά και στην ανατολική πλευρά υπάρχει μια κόγχη λαξευμένη στην πέτρα διαστάσεων 0,25Χ0,20μ. Στην κόγχη της μεσαίας καταπακτής βρέθηκε μια μικρή πήλινη αρχαία φιάλη (κύπελλο). Σαν απεκάλυψαν τις δύο πλαϊνές δεν βρέθηκε τίποτα.
Έπειτα προχώρησαν και στο μεσαίο κλίτος να το ανασκάψουν οπότε βρήκαν και την μεσαία καταπακτή. Σαν την ξεσκέπασαν μια απότομη ευωδία ξεχύθηκε στον αέρα. Ο τολμηρότερος πήδησε μέσα μα τον έπιασε ρίγος και βγήκε αμέσως έξω. Αποτραβήχτηκαν να ξεκουραστούν και να σκεφθούν τι θα πράξουν οπότε ένας ρόχθος ορμητικά χυνόμενου νερού τους κατατρόμαξε. Τόλμησαν όμως να πλησιάσουν τις καταπακτές οπότε έκπληκτοι είδαν την μεσαία καταπακτή πλημμυρισμένη με ένα θολό κοκκινωπό νερό. Τρομοκρατήθηκαν και έφυγαν. Ενώ στην οικία του ενός εκ των τριών συνέβησαν τρομερά σημεία που φανέρωναν αναμφισβήτητα την οργή της Παναγίας. Τα κεραμίδια θρυμματίζονταν από ένα ορυμαγδό σαν αν έπεφτε χαλάζι ενώ ήταν ξαστεριά (ήταν Αύγουστος) τα δε πορτοπαράθυρα να ανοιγοκλείνουν σαν να τα έγερνε μανιασμένο δρολάπι κι όλο το σπίτι ταρακουνιόταν συθέμελα. Κατατρομαγμένος ο ιδιοκτήτης του σπιτιού γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι του και ζήτησε έλεος. Κάποτε σταμάτησε η οργή του Θεού και το πρωί αποφασίστηκε να μην προχωρήσουν στην έρευνα της καταπακτής, αλλά να σκεπάσουν και έταξαν να στρώσουν το εσωτερικό του ναού με σκυρόδερμα (μπετόν), όπως και έγινε.
Επίσης λέγεται ότι η Δαφνιώτισσα επικοινωνεί υπογείως με τον Αντίλαλο του Γερακίου. Επίσης κατά παράδοση αναφέρεται ότι υπάρχουν δυο υπόγειες στοές από τον Γουλά και η μία κατευθύνεται προς την Δαφνιώτισσα και η άλλη προς τον Ζάμπακα. Για τον Γουλά αναφέρεται ότι ήταν χριστιανικό απάτητο κάστρο. Όταν πρωτοήλθαν οι Τούρκοι και κυρίεψαν όλο τον τόπο αποπειράθηκαν να πατήσουν και τον Γουλά. Τον πολιόρκησαν τρεις ημέρες χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τέλος αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν γιουρούσι (κατά μέτωπο επίθεση). Λέγεται ότι εκείνες τις ημέρες στο κάστρο του Γουλά ήσαν και κάτι Γύφτισσες χριστιανές οι Σαρανταμαντηλούσσες, όπου γνώριζαν και διάφορα μάγια. Η γεροντότερη από αυτές μάντεψε ότι θα γίνει γιουρούσι και τους συμβούλεψε ότι αν θέλουν να γλιτώσουν πρέπει πάση θυσία να σκοτώσουν τον μπροστάρη (μπροστινό) που θα έρχεται κατά την πόρτα του κάστρου του Γουλά. Πράγματι έτσι έγινε, οπότε από σύγχυση του ποιος σκότωσε τον πρωτοπόρο, οι Τούρκοι άρχισαν να αλληλοχτυπιούνται. Έγινε μεγάλος αλληλοσκοτωμός. Τόσος λέγεται που το φουσάτο αφανίστηκε, ο δε τελευταίος που έμεινε βρισκόταν στο χωριό Σώστη, ο οποίος και γλίτωσε, (για αυτό το μέρος που γλίτωσε το ονομάσανε Σώστη), δηλαδή σώθηκαν – τελείωσαν οι Τούρκοι.
Είναι πολύ δύσκολο να καθορισθεί ποιος αρχαίος οικισμός και ποιος αρχαίος ναός βρισκόταν στην θέση της Δαφνιώτισσας. Το μόνο που μας μένει για την διερεύνηση του μυστηρίου είναι οι εικασίες βγαλμένες από την τοπωνυμία, την Αρχαία Μυθολογία και τους σημερινούς θρύλους γύρω από την Δαφνιώτισσα. Το ότι το τοπωνύμιο Δαφνιώτισσα υπήρχε στα 1835 καταφαίνεται από τον οικισμό Δαφνίτσα και από την εξ αιτίας της προσωνυμίας ολόκληρου του δήμου Δαφνησίων που είχε έδρα το Κούλουγλι και τα χωριά Μουζίκα, Δαφνίτσα, Μπεζαΐτι Κεραμιδιά, Κλεισούρα, Λόπεσι, Νιοχώρι και Κοκλάκι. Αυτό μας πείθει ότι η Παναγία η Δαφνιώτισσα, έχαιρε τότε μεγάλης φήμης σ’ αυτή την περιοχή της Πηνείας. Αφετηρία και ο μίτος για την λύση του αινίγματος του τι προϋπήρξε στην Δαφνιώτισσα είναι τούτο το τοπωνύμιο. Είναι δηλαδή δυνατόν να προήλθε και από δαφνώνα που πιθανόν να προϋπήρξε στην κοιλάδα της Δαφνιώτισσας. Μα τούτο αποκλείεται διότι η διαμόρφωση και η σύσταση του εδάφους είναι λοφώδης, άνυδρος κατά πλείστον αμμώδης δηλαδή απρόσφορος για ευδοκίμηση της δάφνης ή πικροδάφνης (μπαμπουζίνα) όπως ονομάζεται στην Ηλεία. Ένα υγρόφιλο θαμνώδες φυτό που δεν έχει καμιά σχέση ή συγγένεια με την δάφνη των Αρχαίων που στην Ηλεία σήμερα λέγεται βάγια. Ακόμη στο λαγκάδι που διαρρέει την κοιλάδα της Δαφνιώτισσας, με αέναη ροή, δεν υπάρχει ούτε ένα φυτό δάφνης. Άρα αλλού οφείλεται η τοπωνυμία Δαφνιώτισσα.
Υπάρχει όμως και άλλη μια εκδοχή δηλαδή εκεί στον να υπήρχε κάποια τεράστια δάφνη και να έλαβε το όνομα από αυτήν.
Μας είναι γνωστό ότι η βάγια (Δάφνη των αρχαίων) εξ ου και η προσωνυμία Δαφναίος. Από αυτό προσονομάστηκε και η αδελφή του, Άρτεμις Δαφνία και Δαφναία. Προς τιμήν της Δαφνίας αυτής Αρτέμιδος κατά τον Στράβωνα γινόταν κάπου στην Ολυμπία και πανήγυρης. Η Δάφνη λατρευόταν ως νύμφη και θεωρείτο κόρη του Θεσσαλικού Πηνειού. Και του Αρκαδικού Λάδωνα. Στην Ηλεία θρυλείται ότι την Δάφνη αγάπησε εμμόνως ο γιος του Οινομάου βασιλιά της Ηλειακής Πίσσας, Λεύκιππος. Επίσης Δάφνις ονομαζόταν και ένας εκ των Κενταύρων που σκότωσε στην Φολόη ο Ηρακλής. Όλα αυτά μαρτυρούν την ευρεία διάδοση στην Ηλεία περί δάφνης και των σχετικών μ’ αυτήν μύθων. Δεν απίθανο λοιπόν στο βουκολικό περιβάλλον της κοιλάδας Δαφνιώτισσας και όχι μακριά από την Αρχαία Ήλιδα (10 χλμ.) να χτίστηκε στους χρόνους της ακμής το ιερό της Αρτέμιδος της Δαφνίας ή Δαφναίας.
Τούτο είναι ακόμη πιθανοφανές όταν η Άρτεμις συγχέεται στην Αρχαιότητα με την λατρεία της Δήμητρας, της Περσεφόνης και Δέσποινας. Επικουρικό σ’ αυτό είναι και τούτη η ανέκδοτη επιγραφή χαραγμένη στην στεφάνη του στομίου ενός ορειχάλκινου αμφορέα που βρέθηκε στην περιοχή της Παλαιόπολης (Ήλιδος) ΙΕΡΑ. ΔΑΜΑΤΡΙ. ΚΛΕΟ ΚΛΕΔΟΧΑ –ΙΕΡΑ ΑΡΤΕΜΙΔΙ. ΠΑΦΡΑΚΙΑΙ. ΟΛΚΑ ΡΜΜΗ. Συνδυάζοντας αυτά με την παράδοση της θαμμένης χρυσής αγριόγιδας (ασφαλώς ανάμνηση ελάφου, ιερού ζώου της Ατρέμιδος) με τα εννέα κατσικάκια της ή του χρυσού γουρουνάνθρωπου (ανάμνηση και συγκεχυμένη παράσταση Κενταύρου) πρέπει να συμπεράνουμε ότι τα ερείπια της Δαφνιώτισσας ήσαν ένας περικαλλής ναός δωρικού ρυθμού της Δαφνίας ή Δαφναίας Αρτέμιδος. Ίσως σ’ αυτή την θέση να υπήρχε Αρχαίο Ιερατείο.
Στους μεταχριστιανικούς χρόνους ο περικαλλής αυτός ναός καταστράφηκε. Ξαναχτίστηκε από τους περίοικους ή από κάποιον ευλαβή χορηγό νέος ναός και αφιερώθηκε κι όπως προηγουμένως στην Παρθένο της νέας θρησκείας την Παναγία. Μα η προσωνυμία έμεινε στην Παναγία την Δαφνία, Δαφναία, Δαφνιώτισσα.
Eυχαριστούμε πολύ τον συγγραφέα-λαογράφο κ. Ηλια Τουτουνη για τις πολύτιμες πληροφορίες που έδωσε στην ομάδα μας στο πλαίσιο της έρευνας του Νίκου Λυμπιωτάκου για το Codex Cultus Concept.